«Θεμελιώδους σημασίας πρόκληση για τη χώρα μας είναι ο έλεγχος του ενεργειακού κόστους. Είναι όρος για την ανάπτυξη, το ξεπέρασμα της κρίσης, τη μείωση της ανεργίας, η αύξηση της συμμετοχής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ, από το 9% που είναι σήμερα στο 12% που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός πρόσφατα, έναντι 15% του κοινοτικού μέσου όρου. Αυτό μόνο με συγκράτηση, αν όχι μείωση του ενεργειακού κόστους, μπορεί να πραγματοποιηθεί», σημείωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Μανώλης Παναγιωτάκης, μιλώντας την Παρασκευή στο Southeast Europe Energy Forum στη Θεσσαλονίκη.
Όπως ανέφερε, προϋπόθεση για αυτό, σε ό,τι αφορά στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, είναι η στήριξη της εγχώριας λιγνιτικής παραγωγής, σε συνδυασμό με την πολλαπλότητα των πηγών . Έτσι, αποκτά ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα η έλευση του LNG και από τις ΗΠΑ. Πέραν αυτών, σημαντικός παράγοντας, με διαρκώς μεγαλύτερη θετική επίπτωση και στη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους, είναι η ανάπτυξη ορισμένων μορφών ΑΠΕ, και ειδικότερα αυτών που η χώρα μας έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως τα φωτοβολταϊκά. Αρκεί να αναφερθεί ότι στην πρόσφατη σχετική δημοπρασία της ΡΑΕ, οι τιμές που προσφέρθηκαν ήταν παραπλήσιες με την οριακή τιμή του συστήματος. Και η τάση είναι ως γνωστό για περαιτέρω μείωση σε συνάρτηση με τη συνεχιζόμενη μείωση του κόστους κατασκευής και την πρόοδο της τεχνολογίας.
«Η πρόκληση εντοπίζεται στο άμεσο και εγγύς μέλλον, την επόμενη 15ετία, μέχρι να δημιουργηθούν οι τεχνολογικές και οι οικονομικές προϋποθέσεις για πράσινη ενέργεια βάσης, που θα αντικαταστήσει τη θερμική, ιδιαίτερα από τα στερεά καύσιμα. Πρόκειται για μια περίοδο που οι απαιτήσεις για ενέργεια και ισχύ του διασυνδεδεμένου συστήματος –δηλ. ηπειρωτική Ελλάδα και διασυνδεδεμένα νησιά– θα αυξηθούν σημαντικά.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο του ΑΔΜΗΕ, συνεπεία της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και των σχεδιαζόμενων διασυνδέσεων νησιών, οι απαιτήσεις σε ενέργεια μεταξύ 2017 και 2028 θα αυξηθούν κατά 21%, δηλ. 11TWH περίπου αύξηση. Πρόκειται επίσης για μια περίοδο στην οποία η δεσπόζουσα σήμερα επιχείρηση, η ΔΕΗ, υποχρεώνεται να μειώσει το μερίδιό της στην αγορά, προκειμένου να λειτουργήσουν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Προφανώς το ζητούμενο εδώ είναι η εμφάνιση και η ανάπτυξη σοβαρών ανταγωνιστών, έγκριτων οίκων, που θα επενδύσουν με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Το γρήγορο και εύκολο κέρδος είναι ασύμβατο με αυτήν την προοπτική και ανάγκη. Άλλωστε η εμπειρία διδάσκει ότι η επιβολή διοικητικών μέτρων για το άνοιγμα της αγοράς μόνο ως προσωρινή λύση μπορεί να υιοθετηθεί.
Τυχόν κατάχρησή τους οδηγεί αναπόφευκτα σε στρεβλώσεις και αποφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Θεμελιώδους σημασίας πρόκληση για τη χώρα μας είναι ο έλεγχος του ενεργειακού κόστους. Είναι όρος για την ανάπτυξη, το ξεπέρασμα της κρίσης, τη μείωση της ανεργίας, η αύξηση της συμμετοχής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ, από το 9% που είναι σήμερα στο 12% που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός πρόσφατα, έναντι 15% του κοινοτικού μέσου όρου. Αυτό μόνο με συγκράτηση, αν όχι μείωση του ενεργειακού κόστους, μπορεί να πραγματοποιηθεί. Προϋπόθεση για αυτό, σε ό,τι αφορά στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, είναι η στήριξη της εγχώριας λιγνιτικής παραγωγής, σε συνδυασμό με την πολλαπλότητα των πηγών προμήθειας Φυσικού Αερίου. Έτσι, αποκτά ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα η έλευση του LNG και από τις ΗΠΑ. Πέραν αυτών, σημαντικός παράγοντας, με διαρκώς μεγαλύτερη θετική επίπτωση και στη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους, είναι η ανάπτυξη ορισμένων μορφών ΑΠΕ, και ειδικότερα αυτών που η χώρα μας έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως τα φωτοβολταϊκά. Αρκεί να αναφερθεί ότι στην πρόσφατη σχετική δημοπρασία της ΡΑΕ, οι τιμές που προσφέρθηκαν ήταν παραπλήσιες με την οριακή τιμή του συστήματος. Και η τάση είναι ως γνωστό για περαιτέρω μείωση σε συνάρτηση με τη συνεχιζόμενη μείωση του κόστους κατασκευής και την πρόοδο της τεχνολογίας.
Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε η ΔΕΗ, η εμβληματική εταιρεία ηλεκτρισμού –μέχρι πρόσφατα καθετοποιημένο κρατικό μονοπώλιο και σήμερα Α.Ε.– ανταγωνιστική, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, έχει θέσει ως κεντρικό στρατηγικό της στόχο τη ραγδαία ανάπτυξη των ΑΠΕ. Στόχος, ατμομηχανή της ανάπτυξής της ως εταιρεία, όπως τα προηγούμενα χρόνια ήταν η ανέγερση των συμβατικών σταθμών παραγωγής και η κατασκευή των δικτύων μεταφοράς και διανομής, είναι ο 15πλασιασμός του σημερινού της δυναμικού σε ΑΠΕ, που μεταφράζεται σε πλέον των 2GW έως το 2030», σημείωσε.
Σε ό,τι αφορά στη μεταφορά έχουν προγραμματιστεί η διπλή διασύνδεση της Κρήτης και η ολοκλήρωση της διασύνδεσης των Κυκλάδων με καλώδια 150 KV. Έργα που αναμένεται να ολοκληρωθούν τα επόμενα 5-7 χρόνια. «Έτσι θα μειωθούν δραστικά η παραγωγή και η εξάρτηση από το πετρέλαιο και παράλληλα θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την αξιοποίηση του πλούσιου αιολικού δυναμικού των νησιών και των αξιόλογων γεωθερμικών πεδίων. Οι διασυνδέσεις με τις γειτονικές χώρες, Ιταλία, Βαλκάνια, Τουρκία, παρά την πρόοδο των τελευταίων δύο δεκαετιών χρειάζονται περαιτέρω ενίσχυση. Τα υφιστάμενα 1800MW περίπου, στα οποία τα επόμενα χρόνια θα προστεθούν σύμφωνα με το πρόγραμμα άλλα 400MW προς Βουλγαρία, δεν είναι αρκετά για πλήρη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά. Αυτό επιτείνεται από τις ανεπαρκείς διασυνδέσεις μεταξύ και των άλλων χωρών της Βαλκανικής και των συνδέσεών τους με το υπόλοιπο Ευρωπαϊκό Σύστημα. Θα λέγαμε ότι δεν είναι αρκετές και για να λειτουργήσει με πληρότητα η περιφερειακή αγορά Βαλκανίων-Ιταλίας, παρέχοντας όλα τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού όπως έχει καθοριστεί από την Ε.Ε. στην προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Ενοποίησης. Άρα χρειάζονται επενδύσεις. Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόκληση αφορά στα Δίκτυα Διανομής. Την τελευταία 10ετία οι επενδύσεις, χωρίς τις συμμετοχές των καταναλωτών, προσεγγίζουν τα 2 δισ.
Αυτές αφορούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία σε έργα επεκτάσεων και ενισχύσεων. Στα έργα τηλεποπτείας και τηλεχειρισμών, ψηφιοποίησης, μετάδοσης δεδομένων, τηλεμέτρησης υπάρχει μεγάλη υστέρηση. Η κατάσταση αυτή, αποτέλεσμα εσφαλμένων πολιτικών, αδικεί τόσο τις τεχνικές δυνατότητες της ΔΕΗ και του ΔΕΔΔΗΕ, όσο και το αναμφισβήτητα υψηλού επιπέδου επιστημονικό δυναμικό της χώρας. Δυναμικό, που διαπρέπει κατά κανόνα στις προηγμένες χώρες της Ε.Ε. και στις ΗΠΑ. Εδώ εντοπίζεται η πρόκληση και βέβαια δείχνει πού πρέπει να κατευθυνθούν οι επενδύσεις. Το Ελληνικό Δίκτυο Διανομής το οποίο ανήκει στη ΔΕΗ μπορεί και πρέπει να κάνει άλματα για τη μετατροπή του σε ευφυές δίκτυο με πρώτες προτεραιότητες τη μαζική εγκατάσταση ψηφιακών, τηλεχειριζόμενων μετρητών, την ψηφιοποίηση και τα συστήματα τηλεποπτείας. Και βέβαια θα ήταν στρατηγικό λάθος η Ελλάδα να είναι μόνο καταναλωτής, απλά δέκτης αυτών των επενδύσεων. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ανάπτυξης μέρους έστω, αλλά σημαντικού, αυτών των τεχνολογιών και προϊόντων. Ξεχωριστή θέση σε αυτόν τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό έχουν τα πράσινα-έξυπνα νησιά. Για ένα σημαντικό μέρος των πολυάριθμων νησιών μας οι διασυνδέσεις με το ηπειρωτικό σύστημα θα γίνουν στο απώτερο μέλλον. Η παραγωγή Η.Ε. από πετρέλαιο, η οποία πέραν των περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι πολύ ακριβή, μπορεί και πρέπει να υποκατασταθεί σε σημαντικό βαθμό από ΑΠΕ σε συνδυασμό με συστήματα αποθήκευσης. Σε λίγους μήνες ολοκληρώνεται στην Ικαρία υβριδικός σταθμός, ισχύος 5MW, συνδυασμός αιολικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας με αντλησιοταμίευση. Η ΔΕΗ, σε συνεργασία με έγκριτους ξένους οίκους και βέβαια τον ΔΕΔΔΗΕ, προγραμματίζει τη μετατροπή, πιλοτικά, νησιών του Αιγαίου Πελάγους σε έξυπνα-πράσινα: Παραγωγή από ΑΠΕ σε συνδυασμό με αποθήκευση και πλήρη εκσυγχρονισμό του δικτύου με συστήματα τηλεποπτείας και τηλεχειρισμού και βέβαια ψηφιοποίηση», ανέφερε ο κ. Παναγιωτάκης.