Με αυξημένες πωλήσεις και κέρδη για την Εβροφάρμα αλλά και για τον Όμιλο έκλεισε το εξάμηνο του τρέχοντος έτους σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Συγκεκριμένα, όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση, για την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουνίου 2018, ο ενοποιημένος και ο εταιρικός κύκλος εργασιών παρουσίασαν αύξηση σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους και ανήλθαν σε € 15.367 χιλ. και € 14.413 χιλ. αντίστοιχα, έναντι € 14.781 χιλ. και 14.151 χιλ (αύξηση 4% και 1,9%, αντίστοιχα).
Η αύξηση οφείλεται στην αύξηση του όγκου πωλήσεων καθώς οι τιμές γάλακτος (και συνεπακόλουθα των τιμών πωλήσεων των προϊόντων) παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.
To μεικτό κέρδος του Ομίλου και της Εταιρείας διαμορφώθηκε για την εξάμηνη περίοδο 01//01-30/06/2018 σε 22,7% και 19,3%, αντίστοιχα έναντι 19,8% και 17,4% της αντίστοιχης συγκριτικής περιόδου.
Σε επίπεδο απόλυτων μεγεθών, το μεικτό κέρδος διαμορφώθηκε για τον Όμιλο και την Εταιρεία σε € 3.487 χιλ και € 2.782 χιλ. αντίστοιχα, έναντι € 2.934 χιλ και € 2.469 χιλ. της προηγούμενης περιόδου (αύξηση 18,8% και 12,7%).
Συνολικά, τα ενοποιημένα κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν σημαντικά και ανήλθαν σε € 928 χιλ για το α’ εξάμηνο του 2018 έναντι € 420 χιλ. της συγκριτικής περιόδου.
Τα δε εταιρικά κέρδη προ φόρων ανήλθαν στα € 289 χιλ. για το α’ εξάμηνο του 2018 έναντι € 142 χιλ της συγκριτικής περιόδους. Το ενοποιημένο αποτέλεσμα μετά φόρων ανήλθε σε € 643 χιλ. έναντι € 271 χιλ. της συγκριτικής περιόδου και το εταιρικό σε € 200 χιλ. έναντι € 72 χιλ., αντίστοιχα.
Τα κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) κατά την τρέχουσα περίοδο ανήλθαν για τον Όμιλο σε € 1.986 χιλ. αυξημένα κατά 32% έναντι € 1.495 χιλ. της πρηγούμενης χρήσης και για την Εταιρεία σε € 1.164 χιλ. € αυξημένα κατά 14% έναντι € 1.021 χιλ. της προηγούμενης χρήσης Μεταγενέστερα της ημερομηνίας αναφοράς , εγκρίθηκε από την πλειοψηφία των ομολογιούχων το αίτημα της Εταιρείας για την επέκταση της λήξης του κοινού ομολογιακού της δανείου έως τον Οκτώβριο του 2020 .
Στο β’ εξάμηνο του 2018, θα γίνει η ανακατάταξη του μεγαλύτερου μέρους των βραχυπρόθεσμων τραπεζικών υποχρεώσεων σε μακροπρόθεσμες , με βάση τους νέους συμβατικούς όρους αποπληρωμής.