Στον κόσμο των επιχειρήσεων ο ανταγωνισμός ορισμένες φορές είναι εξοντωτικός. Ο πόλεμος των συμφερόντων αδυσώπητος τα κέρδη τεράστια και οι ζημιές καταστροφικές. Όμως, 50 ελληνικές εταιρείες, ορισμένες από τις οποίες άκρως ανταγωνιστικές μεταξύ τους, αποφάσισαν να πάνε κόντρα στους κανόνες ενώνοντας τις δυνάμεις τους προς όφελος της χώρας, στην πρωτοβουλία «ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ».
«Μία πρωτοβουλία ανεξάρτητων παραγωγικών μεταποιητικών επιχειρήσεων με έδρα παραγωγή και ιδιοκτησία σε ελληνικά χέρια», όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα της.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε στο Παρίσι στο περιθώριο της έκθεσης SIAL 2018 δύο από τα ιδρυτικά μέλη της «ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ». Τον διευθυντή εξαγωγών & marketing της Agrino, Άγι Πιστιόλα , και τον γενικό διευθυντή της ΕΨΑ, Μιχάλη Τσαούτο. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της κίνησης αυτής, ανέλυσαν όλες τις παραμέτρους μιας πρωτοβουλίας η οποία στηρίζεται τόσο στον πατριωτισμό, όσο και την ποιότητα, αλλά και τη συνεργασία.
«Είναι μία πρωτοβουλία που εντάσσεται στην έννοια του οικονομικού πατριωτισμού. Η έννοια αυτή απαντάται σε όλες τις μεγάλες οικονομίες του κόσμου. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε, χωρίς όμως εσωστρέφεια. Πιστεύουμε στον διεθνή καταμερισμό αξιών και προϊόντων. Δεν θέλουμε για παράδειγμα να καλλιεργήσουμε καφέ στην Ελλάδα, ξέρουμε ότι αυτό δεν γίνεται Όμως μπορούμε κάλλιστα να τον επεξεργαζόμαστε» εξηγεί ο κ. Πιστιόλας που αναφέρθηκε στους στόχους της κίνησης αυτής:
«Σκοπός, η ανάδειξη του ελληνικού παραγωγικού επιχειρηματικού πολιτισμού μας. Οι εταιρείες που συμμετέχουν είναι πολλές, μικρές, μεσαίες και μεγάλες. Ξεκινούν από τζίρο 500.000 ευρώ και φτάνουν μέχρι τα 300 εκατομμύρια.
Μέσα από αυτή τη συνεργασία επιδιώκουμε οι μικρές να γίνουν μεσαίες, οι μεσαίες να γίνουν μεγάλες και οι μεγάλες να παραμείνουν έτσι όπως είναι ή και ακόμα μεγαλύτερες».
Ένα σημαντικό θέμα που έχει επισημανθεί τα τελευταία χρόνια με τις εξαγορές παραδοσιακών επιχειρήσεων από ξένους επενδυτές, είναι ότι πολλοί αγνοούν ποια προϊόντα είναι ελληνικά. Ο κ. Πιστιόλας αναλύει:
«Το λογότυπο ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ σημαίνει ότι το προϊόν πληροί τις προδιαγραφές που έχουμε θέσει και είναι μία διέξοδος στον καταναλωτή που θέλει να αγοράσει εγχώριο προϊόν, αλλά σε τελική ανάλυση δεν ξέρει ποιο είναι το ελληνικό και ποιο όχι.
Εμείς φορολογούμαστε στην Ελλάδα, παράγουμε στην Ελλάδα, η καρδιά μας βρίσκεται στην Ελλάδα. Όχι σε κάποια άλλη χώρα όπου ίσως να είχαμε ευνοϊκότερες συνθήκες. Όμως κάποιες αποφάσεις δεν στηρίζονται μόνο στα νούμερα και σε οικονομοτεχνικές αναλύσεις. Συνεπώς οι εταιρείες που παίρνουν την απόφαση και μένουν εδώ, στηρίζουν και τον πλούτο της χώρας. Διότι τα προϊόντα που παράγονται σε μία χώρα αποτελούν και τον πλούτο της».
Βέβαια στον σκοπό αυτό πρέπει να συμβάλλουν όλοι οι φορείς…
«Εκπροσωπούμε την ελληνική επιχειρηματικότητα. Θέλουμε να έχουμε φωνή, να μας ακούσει ο κόσμος και γενικότερα οι θεσμοί. Να μάθει ο καταναλωτής τι είναι ελληνικό προϊόν και τι αμιγώς Ελληνική Επιχείρηση γιατί θα έχετε παρατηρήσει ότι ελάχιστοι γνωρίζουν ποιες εταιρείες παραμένουν στην Ελλάδα και ποιες έχουν εξαγοραστεί.
Θέλουμε για παράδειγμα να έχουμε λόγο στη σύνδεση τουρισμού και αγροδιατροφής. Με την παρέμβασή μας και τον λόγο μας θα προσπαθήσουμε να περάσουμε τη δύναμη των ελληνικών προϊόντων. Ο τουρίστας ταξιδεύει στην Ελλάδα για να ζήσει την ελληνική εμπειρία. Όχι για να καταναλώσει τα ίδια προϊόντα που έχει και στην πατρίδα του”.
Θετική εντύπωση προκαλεί η συνεργασία εταιρειών που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν άκρως ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Ειδικά στον τομέα του αναψυκτικού τέσσερις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους κάτω από τη σκέπη του «ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ μας».
Μάλιστα η ΕΨΑ και η Lux ήταν ανάμεσα στις πρώτες έξι εταιρείες που δημιούργησαν την κίνηση.
Ο Μιχάλης Τσαούτος δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Στην πορεία προστέθηκε και ο Βίκος και η Φλώρινα Δινάκης ενώ είναι άλλες δύο εταιρείες αναψυκτικών που ετοιμάζονται να μπουν. Όμως, δεν είναι μόνο τα αναψυκτικά, είναι και άλλοι τομείς. Για παράδειγμα στο νερό είναι το Ζαγόρι, ο Βίκος και ετοιμάζεται να μπει και η Σαμαριά. Στην μπύρα η Νήσος και η ΕΖΑ».
Παράλληλα, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η εμπιστοσύνη στα ελληνικά προϊόντα, έχει πολλαπλά οφέλη:
«Και οικονομικά συμφέρει τον καταναλωτή, αφού τα χρήματα επιστρέφουν στην ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα μία εταιρεία που είναι πολυεθνική, εάν θέλει να πουλήσει τα προϊόντα της στην Αυστραλία, θα φτιάξει ένα εργοστάσιο εκεί ή θα τα στείλει από δικό της που βρίσκεται σε κάποια άλλη χώρα. Εμείς, εάν πουλήσουμε στην Αυστραλία, θα δουλέψει καλύτερα το εργοστάσιο της Ελλάδας. Αν εμείς μεγαλώσουμε μέσα στη χώρα μας, θα έχουμε την άνεση να πηγαίνουμε σε περισσότερες εκθέσεις, να πουλάμε παραπάνω στην Αυστραλία ή οπουδήποτε αλλού. Και τα χρήματα αυτά πού θα καταλήξουν τελικά; Στην Ελλάδα.
Μάλιστα αν το καλοσκεφτεί κανείς το όφελος είναι διπλό. Εάν αγοράσει κάποιος ελληνικό προϊόν, καταλήγουν στην οικονομία της χώρας μας και τα χρήματα που ξόδεψε αλλά και αυτά που… γλύτωσε και που θα πήγαιναν στο εξωτερικό για εισαγωγή».
Αυτό που αποσαφηνίζουν οι δύο επιχειρηματίες, είναι οι προδιαγραφές είναι τόσο σαφείς και αυστηρές, που δεν πρόκειται να θυσιαστεί η ποιότητα στον βωμό του πατριωτισμού.
«Οταν μιλάμε για οικονομικό πατριωτισμό δεν εννοούμε ότι ο κόσμος πρέπει να ψωνίζει προϊόντα μόνο και μόνο επειδή είναι ελληνικά, χωρίς να είναι ποιοτικά. Να αγοράσει αυτό που έχει τη σωστή τιμή και την κατάλληλη ποιότητα. Όλες οι εταιρείες στην ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Καμία δεν φτιάχνει προϊόντα που να μην αξίζει να τα αγοράσεις, που να μην είναι σωστά τοποθετημένα με καλή ποιότητα, καλό μάρκετινγκ και γενικά όλα αυτά που χρειάζεται ένα σωστό προϊόν» υπογράμμισε ο Μ. Τσαούτος.