Στο διπλάσιο ανέρχεται το γραφειοκρατικό κόστος που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με αποτέλεσμα να υποσκάπτεται η ανταγωνιστικότητά τους και να περιορίζεται η δυνατότητα ανάπτυξής τους σε αγορές του εξωτερικού.
Όπως προκύπτει από μελέτη του Συνδέσμου Βορείου Ελλάδος για την ανάπτυξη των εξαγωγών η γραφειοκρατία είναι το σοβαρότερο πρόβλημα για την ανταγωνιστική λειτουργία των επιχειρήσεων και μεταφράζεται σε αυξημένο κόστος λειτουργίας καθώς το διοικητικό βάρος στην Ελλάδα ανέρχεται στο 6,8% του ΑΕΠ έναντι του μέσου όρου στην ΕΕ που είναι στο 3,3%.
Σύμφωνα με τη μελέτη που έγινε για λογαριασμό του ΣΕΒ «Το βασικότερο πρόβλημα που επηρεάζει άμεσα την ρευστότητα των εξαγωγικών επιχειρήσεων είναι οι πολύπλοκες διαδικασίες απαλλαγής από τον ΦΠΑ και οι καθυστερήσεις επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ. Αποτέλεσμα της καθυστέρησης και της ακαμψίας των διαδικασιών τελωνισμού είναι η σοβαρότατη μείωση της ανταγωνιστικότητας των Ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Τα Ελληνικά προϊόντα γίνονται ακριβότερα, οι επιχειρήσεις πιο αναξιόπιστες λόγω του μεγάλου χρόνου και μικρής αξιοπιστίας της διαδικασίας».
Τα κυριότερα προβλήματα των ελληνικών επιχειρήσεων
-Η έλλειψη δεξιοτήτων ανθρώπινου δυναμικού για την διεθνοποίηση (έλλειψη προσωπικού ή μη επαρκώς καταρτισμένο προσωπικό)
-Η έλλειψη πόρων χρηματοδότησης και χρηματοοικονομικής υποστήριξης (ανεπάρκεια κεφαλαίων κίνησης, φορολογικά αντικίνητρα για τις εξαγωγές, γραφειοκρατικές τελωνειακές διαδικασίες, υψηλό κόστος μεταφοράς και ασφάλισης των προϊόντων).
-Η έλλειψη αξιοποιήσιμης πληροφόρησης / γνώσης αναφορικά με ξένες αγορές (κυρίως ως συνέπεια των δύο προηγούμενων, έλλειψης δεξιοτήτων και πόρων).
Η μελέτη εισηγείται μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, υποδεικνύοντας συγκεκριμένες λύσεις (“βέλτιστες πρακτικές”) που εφαρμόζουν με επιτυχία άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Ολλανδία η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Μ.Βρετανία και η Πορτογαλία. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
-Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν προγράμματα επιμόρφωσης του προσωπικού.
-Σύνδεση της πανεπιστημιακής έρευνας με την επιχειρηματικότητα.
– Αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας.
– Υλοποίηση του εξαγγελθέντος Ταμείου Εξωστρέφειας (GO 2 Market) με ευρεία γκάμα χρηματοδοτικών υπηρεσιών (διευκόλυνση της πρόσβασης των εξωστρεφών επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό, συμμετοχή στο κεφάλαιο δυναμικά αναπτυσσόμενων εξαγωγικών επιχειρήσεων, κ.α)
– Δραστηριοποίηση του ΟΑΕΠ με στόχο την δημιουργία έξυπνων χρηματοοικονομικών προϊόντων που θα καλύψουν βραχυπρόθεσμες ανάγκες ρευστότητας και διαχείρισης κινδύνων των επιχειρήσεων (factoring, εργαλεία όπου επιμερίζεται η κάλυψη του κινδύνου μεταξύ ΟΑΕΠ και ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρίας).
– Βελτίωση του Συστήματος Γραφείων Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων έτσι ώστε να παρέχουν έγκυρη, επικαιροποιημένη και αξιοποιήσιμη πληροφόρηση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη μελέτη, μία στις δέκα ελληνικές επιχειρήσεις έχει εξαγωγική δραστηριότητα, ενώ οι ελληνικές εξαγωγές καταγράφουν σταδιακή αύξηση την τελευταία 20ετία και διαμορφώνονται σε 15 δις. ευρώ. Ωστόσο η εξαγωγική επίδοση της χώρας μας παραμένει χαμηλή σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (οι εξαγωγές αποτελούν το 6,5 % του ΑΕΠ, έναντι 26 – 27 % που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ) και η αύξησή της τα τελευταία χρόνια οφείλεται στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας και όχι στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής.
Καλύτερη θέση στη διεθνή αγορά έχουν οι εξαγωγές υπηρεσιών, που ανέρχονται σε 31 δις. ευρώ και αυξάνονται την τελευταία δεκαετία με μέσο ετήσιο ρυθμό 15 %. Η χώρα μας καλύπτει το 1,32 % των παγκόσμιων εξαγωγών υπηρεσιών ενώ αποτελεί το 0,17 % του παγκόσμιου πληθυσμού και το 0,5 % του παγκόσμιου ΑΕΠ, επιδόσεις που οφείλονται κατά κύριο λόγο στη ναυτιλία και τον τουρισμό. Υπάρχει ωστόσο το πρόβλημα ότι “ενώ οι υπηρεσίες που βασίζονται σε τεχνολογίες αιχμής παγκοσμίως αναπτύσσονται με τον ταχύτερο ρυθμό, στη χώρα μας αντιθέτως, η συμμετοχή των υπηρεσιών τεχνολογίας μειώνεται, αποκαλύπτοντας ένα εξαγωγικό πρότυπο καθυστερημένο”.
“Η Ελλάδα δεν έχει αξιοποιήσει πλήρως τις εξαγωγικές δυνατότητες που προκύπτουν από τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς”, αναφέρεται στη μελέτη. “Η διαφορά μεταξύ δυνητικών και πραγματικών εξαγωγών διευρύνεται σημαντικά διαχρονικά”.