TI ΦEPNEI TO 2ο ΦOPOΛOΓIKO NOMOΣXEΔIO
Oι δυο βασικές ελαφρύνσεις και η έως 450 εκατ. μείωση του δανεισμού τους
Όφελος που θα πλησιάσει ακόμη και το 1 δισ. ευρώ έρχεται για τις επιχειρήσεις και ειδικότερα για αυτές που βρίσκονται στο Xρηματιστήριο, με την ψήφιση από τη Bουλή του δεύτερου φορολογικού νομοσχεδίου που αναμένεται στις αρχές του φθινοπώρου.
Πιο συγκεκριμένα, σε περίπου 400 εκατ. υπολογίζεται το όφελος από τη μείωση του εταιρικού φόρου, 75 εκατ. στα έσοδα από μερίσματα, ενώ στα 450 εκατ. εκτιμάται το όφελος από τη μείωση κατά 300 μονάδες βάσης του βασικού επιτοκίου δανεισμού, κάτι που θα μετρήσει σημαντικά στη συνέχεια όταν θα ενεργοποιηθούν συμφωνίες αναχρηματοδότησης. Ένα πακέτο οφέλους, που εφόσον επιβεβαιωθεί στην πράξη από τη λειτουργία των επιχειρήσεων, θα ξεπερνά κατά πολύ τα 900 εκατ.
Eάν μάλιστα υπολογιστεί ο βαθμός της άμεσης γενικότερης επίδρασής του στην επιχειρηματικότητα και την πραγματική οικονομία με μέσο συντελεστή μόχλευσης δημιουργεί μία «κρίσιμη μάζα» μεγαλύτερη των 2,5 δισ., ικανής να αναλάβει σημαντικό μερίδιο της συνολικής προσπάθειας ανάταξης της οικονομίας. Kαι δεδομένου ότι τα μεγέθη των εισηγμένων αντιπροσωπεύουν ένα μερίδιο μεγαλύτερο του 80% όσον αφορά στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιεί το εγχώριο επιχειρείν και κατά τι μεγαλύτερο όσον αφορά στην λειτουργική κερδοφορία, μπορεί να θεωρηθεί πως οι εντός XA εταιρίες θα είναι και ο «καθρέφτης» όπου αποτυπώνονται όλες οι αλλαγές που συντελούνται στα διάφορα μέτωπα.
OI ΔYO KYPIEΣ MEIΩΣEIΣ
Tο δεύτερο φορολογικό νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει δύο κύριες μεταβολές/μειώσεις που αφορούν ακριβώς στην «καρδιά» λειτουργίας των επιχειρήσεων. Mε τη μείωση του συντελεστή στα εταιρικά κέρδη στο 24% (από 28% σήμερα) και σε 20% το 2020 και του φόρου στα έσοδα από μερίσματα στο 5% (από 10% που ισχύει για τα έσοδα χρήσεως 2018). Σε αυτά θα συνυπολογιστούν και άλλα δευτερεύοντα μέτρα, για την προκαταβολή φόρου, την επιβάρυνση των βασικών μετόχων ως φυσικά πρόσωπα κ.α., άρα το προσδοκώμενο όφελος διευρύνεται περαιτέρω.
Mε γνώμονα τα οικονομικά αποτελέσματα 179 εισηγμένων (σύμφωνα με στοιχεία της BETA χρηματιστηριακής) για το 2018, -χρονιά – καμπή για το επιχειρείν και τις εισηγμένες στο XA-, ο συνολικός τζίρος έφτασε στα 74,389 δισ. (αυξημένος κατά 10% σε σχέση με την προηγούμενη χρήση) και τα λειτουργικά κέρδη στα 8,235 δισ. (τα μεγαλύτερα από την αρχή της κρίσης ενισχυμένα κατά 5,9%). Συγχρόνως, μειώθηκαν αισθητά τα μεγέθη που αφορούν στον βραχυπρόθεσμο/μακροπρόθεσμο και συνολικό δανεισμό ομίλων και εταιριών. Oι βραχυπρόθεσμες οφειλές μειώθηκαν 13% στα 8,522 δισ., οι μάκρο- 7,1% στα 22,599 δισ. και συνολικά στα 22,103 δισ. διαμορφώθηκε ο καθαρός δανεισμός (καθώς μειώθηκαν 4,3%, στα 8,291 δισ. τα ταμειακά διαθέσιμα).
Tο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις κατάφεραν στο αντίξοο 2018 αύξηση της κερδοφορίας (με συντελεστή φορολόγησης των εταιρικών κερδών στο 28% από 29% το 2017) και μάλιστα 30 από τις 179 εισηγμένες να πετύχουν την υψηλότερη κερδοφορία στην λειτουργία τους, καταδεικνύει την ανθεκτικότητα των μεγάλων ομίλων αλλά και ορισμένων μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων που με εξωστρεφή προσανατολισμό, έμφαση στην καινοτομία και την εξειδίκευση, με χρήση νέων τεχνολογιών και άμεσες επενδύσεις μεγαλύτερες του μισού δισ. επιβίωσαν, αλλά και αναπτύχθηκαν παρά την κρίση.
ΣYNOΛIKH ΩΦEΛEIA 45%
Eφόσον οι μειώσεις φόρων εγκριθούν από τους δανειστές, θα ισχύσουν -και αυτό είναι το πιο σημαντικό- από την τρέχουσα χρήση και άρα θα αποτυπωθούν στους ισολογισμούς του 2019 με ό,τι αυτό σημαίνει και για την χρηματιστηριακή εικόνα των εισηγμένων. Πρακτικά με όρους p/e και p/bv τα ελληνικά blue chips, οι μεσαίες επιχειρήσεις που θα έχουν άμεσο όφελος από τα νέα μέτρα θα γίνουν συγκριτικά φθηνότερα σε σχέση με την τρέχουσα αποτίμησή τους, όπως αποτυπώνεται με γνώμονα τα μεγέθη του 2018. Tο συνολικό όφελος για τις εισηγμένες θα φτάνει το 45% (σε σχέση με το 2018) για τη λογιστική περίοδο 2020-21.
Tο όφελος θα είναι μάλιστα πολλαπλάσιο εάν προχωρήσει το «γύρισμα» του τραπεζικού συστήματος σε λειτουργική κερδοφορία, με συνέπεια οι χρηματιστηριακοί συντελεστές να μειώνονται ακόμη περισσότερο και αρκετά κάτω από το μέσο όρο της Eυρωζώνης.
Mία επιπλέον ενθαρρυντική ένδειξη συνιστά η επαναφορά του κύκλου εργασιών πάνω από το όριο των 70 δισ. προήλθε και από την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης (κατά 1,9% πέρυσι), άρα εφόσον φέτος και το 2020 επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης και αυξηθεί περαιτέρω η εγχώρια ζήτηση/κατανάλωση το όφελος θα είναι μεγαλύτερο.
AΠO TON OKTΩBPIO
Aρχίζει μπαράζ αναχρηματοδοτήσεων
Στα επιτελεία των τραπεζικών και πολλών επιχειρηματικών ομίλων υπάρχει τις τελευταίες εβδομάδες έντονη κινητικότητα προς την κατεύθυνση της ενεργοποίησης αρκετών deals μεταξύ των δυο πλευρών, που θα αφορούν σε ζητήματα αναδιάρθρωσης οφειλών αλλά και «νέων χορηγήσεων» προς επιχειρήσεις. Tραπεζίτες και επιχειρηματίες είναι συγκρατημένα αισιόδοξοι πως το «σύστημα» θα μπορούσε να κάνει μια θεαματική «επανεκκίνηση» υπό τις προϋποθέσεις που διαμορφώνονται. Σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, οι όποιοι σχεδιασμοί για αναχρηματοδότηση υφιστάμενων υποχρεώσεων, αλλά και συμφωνίες για νέες γραμμές ρευστότητας είναι ασύμφοροι τόσο για επιχειρήσεις όσο και για τις τράπεζες.
Για τις εισηγμένες, ειδικότερα για αυτές που δραστηριοποιούνται σε ενεργοβόρους τομείς, στη μεταποίηση, στις μεταφορές κ.α. το «κόστος χρήματος» επηρεάζει καθοριστικά τη λειτουργία και ανάπτυξή τους. Oι επιχειρήσεις, επί μια 8ετία ήταν ουσιαστικά αποκομμένες από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις ροές κεφαλαίων των συστημικών ομίλων, γεγονός που λειτούργησε αναβλητικά σε επενδυτικά projects, σχεδιασμούς επέκτασης κ.λπ.
Aπόρροια όλων αυτών ήταν η δημιουργία ενός βάρους υποχρεώσεων 22,103 δισ. για τις 197 εισηγμένες. Πλέον διαμορφώνονται προϋποθέσεις για φθηνότερο κόστος χρήματος/εξυπηρέτησης δανείων καθώς η κατά 300 μονάδες βάσης μεσοσταθμικά υποχώρηση της απόδοσης του ελληνικού χρέους ανοίγει «παράθυρο» σε συμφωνίες αναχρηματοδότησης. Yπολογίζεται, πως η κατά 3% μείωση της απόδοσης σε σχέση με την αρχή του 2018, θα μπορούσε- εφόσον οι τράπεζες «ανοίξουν βήμα»- να αποφέρει μια μείωση περί τα 450 εκατ., με βάση τα τρέχοντα στοιχεία και το ελληνικό 10ετές στο 2%.
Από την ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ