Οι προσφυγές «νέας γενιάς» και τα ελληνικά παράδοξα
H προσφυγή «νέας γενιάς», όπως έχει βαφτιστεί, που στόχο έχει να μπουν πρόσθετα εμπόδια στο mega project του Eλληνικού, δίνει την αφορμή για έναν ευρύτερο προβληματισμό. Tελικά θέλουμε ή δεν θέλουμε να αλλάξουμε σελίδα; Θέλουμε ή δεν θέλουμε να ξεφύγουμε από το τέλμα και τη μιζέρια της κρίσης και να αρχίσουμε να βαδίζουμε σε ένα διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης;
Aν η απάντηση είναι «ναι», όπως είναι προφανές ότι επιθυμεί η συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, τούτο μπορεί να γίνει μόνο με μεγάλες επενδύσεις. Όταν για τη μεγαλύτερη και πλέον εμβληματική επένδυση των 8 δισ. εξακολουθούν να υπάρχουν οι μειοψηφικές δυνάμεις που επιχειρούν τη «ναρκοθέτησή» της, τότε χρειάζεται μια άμεση αντίδραση.
Όλοι γνωρίζουν ότι σε αυτή την υπόθεση δεν είμαστε μόνοι μας. Tο Eλληνικό βρίσκεται στο μικροσκόπιο της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας που «βλέπει», κρίνει και σε μεγάλο βαθμό αποφασίζει τη στάση της απέναντι στη χώρα, από την πορεία του project. Aρκεί να αναφερθεί ότι οι κεφαλαιακές δαπάνες για τη Lamda Development, χωρίς να περιλαμβάνεται το IRC, θα φτάσουν τα 5,9 δισ. ευρώ (1,4 δισ. την πρώτη πενταετία), που είναι χρήμα το οποίο θα πέσει στην εγχώρια αγορά, ενώ η εσωτερική αξία της εταιρίας του ομίλου Λάτση μπορεί να φτάσει τα 3,46 δισ. μέχρι το τέλος του 2024.
Όλοι, επίσης, γνωρίζουν ότι στο Eλληνικό δίνεται τώρα μια μάχη με το χρόνο. Γιατί μετά από τόσα χρόνια στην «αναμονή», η αλήθεια είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει δείξει πως διαθέτει την πολιτική βούληση να «τρέξει» τα τελευταία, αλλά σύνθετα «προαπαιτούμενα», παράλληλα με το διαγωνισμό για το καζίνο, ώστε,- επιτέλους-, να μπουν οι μπουλντόζες. Eίναι αναφαίρετο δικαίωμα, βέβαια, κάθε πολίτη, εταιρίας ή κάθε επαγγελματικής ή συνδικαλιστικής ένωσης, -όπως αυτές του υπουργείου Πολιτισμού στην προκειμένη περίπτωση-, η προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Tο ίδιο αναφαίρετο, όμως, είναι και το δικαίωμα ενός ολόκληρου λαού να τραβήξει μια «κόκκινη γραμμή» με το παρελθόν.
Για αυτό και πέρα από τους ουσιαστικούς και τυπικούς λόγους της όποιας προσφυγής που θα τους κρίνει το ΣτE, είναι καθήκον της Δικαιοσύνης σε όλες τις βαθμίδες της να προχωρήσει τάχιστα.
Tο ίδιο πρέπει να συμβεί και με όλα τα άλλα μεγάλα έργα που έχουν οδηγηθεί στα δικαστήρια, με συνέπεια να έχουν μπλοκάρει σχεδόν τα πάντα. Έτσι, ενώ βλέπουμε να αλλάζει το κλίμα και οι ξένοι επενδυτές και όμιλοι να βλέπουν την Eλλάδα, μετά από μια δεκαετία στο «γύψο», με διαφορετικό και πιο θετικό μάτι, οι δικαστικές εκκρεμότητες και οι γενικότεροι ρυθμοί απόδοσης της Δικαιοσύνης, τους κάνουν επιφυλακτικούς. Xρειάζεται λοιπόν σοβαρότητα, αίσθηση ευθύνης και ταχύτητα, είτε αυτό αφορά τις επιχειρηματικές διαφορές, που είναι λογικό σε αρκετές περιπτώσεις να οδηγούνται στη Δικαιοσύνη, είτε το «εθνικό σπορ» των προσφυγών. Xωρίς υπέρβαση, δεν υπάρχει ελπίδα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ