Η Wind Ελλάς ανακοινώνει σήμερα το deal μεταξύ της μητρικής της εταιρείας, Crystal Almond Sarl και της Vodafone Europe B.V., 100% θυγατρική εταιρεία του Vodafone Group Plc. Σκοπός της συμφωνίας, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, είναι η σύσταση εταιρείας κοινής συμμετοχής με τον διακριτικό τίτλο«TowerCo», η οποία θα διαθέτει και θα διαχειρίζεται τον παθητικό εξοπλισμό των σταθμών βάσης κινητής τηλεφωνίας για τις δύο εταιρείες στην Ελλάδα.
Στον παθητικό εξοπλισμό περιλαμβάνονται οι σιδερένιοι στύλοι των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, τα κουβούκλια εντός των οποίων φυλάσσεται ο εξοπλισμός, τα air-condition, τα ενοίκια που καταβάλλει η κάθε εταιρεία κ.α. Δεν περιλαμβάνεται ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός, με βάση τον οποίον λειτουργεί το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας.
Το ποσοστό συμμετοχής της Crystal Almond στη νεοσύστατη εταιρεία διαμορφώνεται στο 38%, το οποίο μελλοντικά θα μεταβιβάσει στο Vodafone Group Plc., με το συνολικό ύψος της συμφωνίας να ανέρχεται στα €400 εκατ.
Με την ολοκλήρωση της συμφωνίας, η «TowerCo» θα αναδειχθεί στη μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης παθητικής υποδομής για σταθμούς βάσης κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα, περιλαμβάνοντας στο χαρτοφυλάκιό της περισσότερους από 5.200 σταθμούς βάσης.
Ταυτόχρονα, η Wind Ελλάς και η Vodafone Ελλάδας δεσμεύονται σε μια νέα μακροπρόθεσμη συμφωνία με την «TowerCo» (Σύμβαση Πλαίσιο Παροχής Υπηρεσιών – «MSA») με αρχική διάρκεια τα οκτώ έτη και δυνατότητα ανανέωσηςγια τρεις επιπλέον περιόδους διάρκειας 8 ετών η καθεμία.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της συμφωνίας, η «TowerCo» θα αποτελεί τον προτιμητέο προμηθευτή νέων σταθμών βάσης και για τους δύο παρόχους στην ελληνική αγορά, σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Παράλληλα, η υφιστάμενη συμφωνία για την από κοινού χρήση δικτύου (network sharing) μεταξύ της Wind Ελλάς και της Vodafone οριοθετείται εντός του πλαισίου της νέας συνεργασίας και παραμένει σε ισχύ.
Ο Νάσος Ζαρκαλής, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της WIND, δήλωσε:
«Η συμφωνία για τη δημιουργία της «TowerCo», όπως και η προηγούμενη συμφωνία για την κοινή χρήση δικτύου, θα προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης, απελευθερώνοντας πόρους και κεφάλαια ώστε να προχωρήσουμε με μεγαλύτερη ένταση σε νέες επενδύσεις σε δίκτυα νέας γενιάς, παρέχοντας ποιοτικές υπηρεσίες επικοινωνίας προς όφελος των πελατών μας.»
Η συμφωνία υπόκειται σε έλεγχο και έγκριση από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2020.