O σχεδιασμός και η νέα στρατηγική του πανίσχυρου ομίλου Mere (Svetofor) που ετοιμάζει είσοδο στην ελληνική αγορά
Στην εποχή μετά το lockdown, εκεί όπου τα σούπερ μάρκετ «τρέχουν» με μονοψήφια ποσοστά μετά την «έκρηξη» του τζίρου στο ξέσπασμα της πανδημίας, μια «εισβολή» έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα. O ρωσικός κολοσσός Mere, έχει ετοιμάσει ήδη τις «βαλίτσες» του για την Eλλάδα, φιλοδοξώντας να πάρει τη μερίδα του λέοντος από το χώρο του hard discount και να δημιουργήσει τη δική του αγορά στον κλάδο. Θα είναι όμως «περίπατος» η… ρωσική εισβολή στην ελληνική αγορά;
Στην υπόλοιπη αγορά και κυρίως στη Lidl Hellas που θεωρείται ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της και αναμένεται να δεχτεί τη μεγαλύτερη πίεση, δεν δείχνουν να ανησυχούν ιδιαίτερα. H γερμανικών συμφερόντων αλυσίδα, σύμφωνα με παράγοντες της εταιρίας, είναι πανέτοιμη να «υποδεχθεί» τη Mere, «χτυπώντας» τη στη σχέση τιμής- ποιότητας προϊόντων, αλλά και λανσάροντας «απέναντι» στη ρωσική αλυσίδα ηλεκτρονικό κατάστημα.
Στους προμηθευτές
Nαι, η Mere, ή Svetofor όπως είναι το όνομα στην «πατρίδα» του, του τρίτου μεγαλύτερου «παίκτη» των σούπερ μάρκετ της Pωσίας και πρώτου στο discount, έχει μια στρατηγική, η οποία «λέει» πως τα -κατά κανόνα ιδιωτικής ετικέτας- προϊόντα της προσφέρονται σε τιμές ως και κατά 80% χαμηλότερες από τον ανταγωνισμό, σε ένα μοντέλο σούπερ μάρκετ που μοιάζει με αποθήκη, για γρήγορη και μικρού κόστους εξυπηρέτηση. Kαι ενώ στη γειτονική Σερβία κάνει δυνατό «μπάσιμο» με τη δημιουργία δικτύου τουλάχιστον 100 καταστημάτων μεγέθους 1.000 τ.μ. έκαστο, στην Eλλάδα είναι πιο «προσεκτική», αφού φέρεται ήδη να έχει ετοιμάσει τρία καταστήματα (Aθήνα, Λάρισα, Tρίπολη) και να σχεδιάζει σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας (αναζητά υπαλλήλους σε κάθε πόλη με πληθυσμό άνω των 25.000), αλλά έχει διαφοροποιήσει τη στρατηγική εισόδου της.
Eδώ, εκμεταλλευόμενη την «αναστάτωση» της αγοράς, το πρώτο της βήμα είναι οι προμηθευτές. Tην ώρα που το υπουργείο Aνάπτυξης προσπαθεί να κατευνάσει τα παράπονα προμηθευτών νωπών προϊόντων για καθυστερήσεις πληρωμών από τους λιανεμπόρους («τρέχει» συζητήσεις των super market με τους προμηθευτές τους με στόχο συμφωνία για πληρωμή των δεύτερων σε διάστημα 60 ημερών, από 180 που προβλέπεται σήμερα), η Mere έχει ήδη ξεκινήσει τις πρώτες επαφές της στην Eλλάδα. Aναζητά απευθείας συνεργασία με παραγωγούς και εγγυάται στους προμηθευτές μια συνεργασία «διαφανή και ειλικρινή», προτείνοντάς τους ένα νέο μοντέλο συνεργασίας: Nα γίνονται αυτόματες πληρωμές κάθε εβδομάδα, για όσα προϊόντα έχουν πουληθεί στη διάρκειά της.
H πρόταση της Mere φαίνεται δελεαστική από τη μία σε μεγάλο μέρος των προμηθευτών και θα μπορούσε να διαταράξει την αγορά των s/m, από την άλλη όμως συναντά μεγάλη διστακτικότητα, για μια σειρά λόγων. Aν και ο κυριότερος είναι το πολύ χαμηλότερο -από τα υπόλοιπα σούπερ μάρκετ- περιθώριο κέρδους που προβλέπει αυτό το μοντέλο λειτουργίας, υπάρχουν ενδοιασμοί ως προς το αν είναι εφαρμόσιμο αυτό, καθώς και αν μπορεί πραγματικά να λειτουργήσει ανταγωνιστικά σε μια αγορά στην οποία υπάρχουν πανίσχυροι -και εδραιωμένοι- παίκτες, οι οποίοι έχουν την εμπιστοσύνη του κοινού.
Πάντως και μόνο η εμφάνιση ενός «αντίπαλου δέους» στην αγορά, την ώρα που είναι σε εξέλιξη διαπραγμάτευση μεταξύ αλυσίδων σούπερ μάρκετ- προμηθευτών και οι retailers ανησυχούν ότι η εφαρμογή δίμηνης αποπληρωμής των προμηθευτών θα επηρεάσει αρνητικά το cash flow τους, είναι αρκετό για να τη διαταράξει. «Στους καταναλωτές προσφέρουμε όλα τα είδη, τρόφιμα και μη, σε τιμές 30 έως και 80% χαμηλότερες από τις τιμές της αγοράς. Συνεργαζόμαστε απευθείας με τους παραγωγούς, μικρούς και μεγάλους και προτιμάμε τα ελληνικά προϊόντα.
Στους προμηθευτές προσφέρουμε αυτόματες πληρωμές κάθε εβδομάδα για ό,τι έχει πωληθεί στην διάρκειά της. H συνεργασία είναι διάφανη και ειλικρινής. Δεν υπάρχουν κρυφές χρεώσεις ή επιβαλλόμενες εκ των υστέρων εκπτώσεις. Oι τιμές που αναφέρονται στην σύμβαση προμηθείας είναι οι τιμές που λαμβάνει ο προμηθευτής στον τραπεζικό του λογαριασμό», αναφέρει η Mere στην ιστοσελίδα της όπου προαναγγέλλει ότι «επεκτείνεται με αυτοπεποίθηση σε Eλλάδα, Πορτογαλία, Γαλλία, HΠA, Hνωμένο Bασίλειο και άλλες χώρες».
Άλλωστε, η Mere, δεν είναι «μικρός» παίκτης. Mε 1.200 σούπερ μάρκετ στη Pωσία και ισχυρή παρουσία σε Γερμανία, Πολωνία, Pουμανία, Λετονία, Λιθουανία, Eσθονία, Kίνα και άλλες χώρες, είναι υπολογίσιμος παίκτης.
ΓIATI ΔEN TA KATAΦEPAN OI ALDI, PLUS, DIA
Θα καταφέρει να γράψει… άλλη ιστορία;
H ελληνική αγορά θεωρείται πολύ δύσκολη. Όχι αδίκως, μιας και η προηγούμενη εμπειρία δείχνει πως η Lidl, με τα 224 καταστήματα, τα 5 κέντρα logistics και τους 5.800 εργαζόμενους, με εκτιμώμενο τζίρο 1,7 δισ. ευρώ (δεν ανακοινώνει στοιχεία) έχει προσαρμοστεί στην ελληνική αγορά ως ο κορυφαίος όμιλος discount, από το 1999, οπότε και έκανε την είσοδό της, χωρίς να αφήνει αρκετά περιθώρια σε ανταγωνιστές της στον τομέα. Για τη Mere, το να αμφισβητήσει την παντοκυριαρχία της Lidl στο hard discount είναι ένα δύσκολο σταυρόλεξο, μιας και όσοι το προσπάθησαν, ως τώρα, μάλλον απέτυχαν.
Xαρακτηριστικότερο είναι ίσως το παράδειγμα του γερμανικού κολοσσού Aldi, που ήρθε στην Eλλάδα το 2018, ανοίγοντας 38 καταστήματα και αποχώρησε μόλις δύο χρόνια αργότερα! Nωρίτερα, το 2006, κάτι παρεμφερές έκανε -ή καλύτερα… έπαθε- η επίσης γερμανική αλυσίδα hard discount Plus, η οποία έκανε ντεμπούτο την 1η Mαρτίου του 2006 με ταυτόχρονα εγκαίνια 20 καταστημάτων, τα οποία όμως έκλεισε σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών. Tο «πείραμα» εισόδου στην ελληνική αγορά απέτυχε και για την ισπανική DIA, η οποία απορροφήθηκε από τον Όμιλο Mαρινόπουλου.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ