Kατηγορεί την EYΔAΠ για την ανάθεση του έργου σε άγνωστη εταιρία
Πάνω από 150 τόνοι επεξεργασμένης λυματολάσπης αποθηκεύονται καθημερινά σε υπαίθριους χώρους της Ψυττάλειας, μένοντας αναξιοποίητοι και προκαλώντας, εκτός από οικονομική ζημιά, σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον, εξαιτίας της επιχειρηματικής κόντρας που έχει ξεσπάσει ανάμεσα σε τρεις εταιρείες. Τον Άκτορα του ομίλου Μπόμπολα, την Polyeco του Γιάννη Πολυχρονόπουλου και την Καινούργιος Α.Ε. του Δημήτρη Καινούργιου.
Οι δύο δεξαμενές στις οποίες τοποθετούνταν για σύντομο χρονικό διάστημα τα υπολείμματα της αποξηραμένης λυματολάσπης, μέχρι να φορτωθούν και να μεταφερθούν έχουν γεμίσει, με αποτέλεσμα να βρίσκονται θαμμένοι σε υπαίθριο λάκκο πάνω περίπου 3.000 τόνοι και να έχει γεμίσει και αυτός!
Το πρόβλημα, που στερεί από έσοδα τόσο την ΕΥΔΑΠ όσο και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εργοστάσιο ξήρανσης της ιλύος στην Ψυττάλεια, ξεκίνησε από τον περασμένο Δεκέμβριο. Τότε έληξε η σύμβαση του Άκτορα με την ΕΥΔΑΠ, ενώ στις αρχές Ιανουαρίου έληξε και η σύμβαση με την Polyeco. Οι δύο συμβάσεις αυτές στηρίζονταν σε συμβόλαια και απευθείας αναθέσεις.
Οι σχέσεις της ΕΥΔΑΠ με την εταιρεία του Γιώργου Μπόμπολα, δεν ήταν πάντα αγαστές. Μάλιστα είχε επιβάλλει πρόστιμα στο παρελθόν για μη τήρηση των περιβαλλοντικών όρων, που δημιουργούσαν πρόβλημα στους κατοίκους του Πειραιά. Έτσι δεν ανανέωσε τη σύμβαση και προχώρησε σε προκήρυξη διαγωνισμού και τον περασμένο Σεπτέμβριο το έργο της μεταφοράς των 50.000 τόνων αποξηραμένης λυματολάσπης που παράγει ετησίως το εργοστάσιο, κατακυρώθηκε σε μια σχεδόν άγνωστη εταιρία, την Καινούργιος Α.Ε., εκτοπίζοντας τον Άκτορα και την Polyeco από την Ψυττάλεια.
Η επικράτηση της εταιρίας Καινούργιος Α.Ε. οφείλεται στην εξαιρετικά χαμηλή προσφορά για μεταφορά του υλικού, που έφθανε στα 54 ευρώ τον τόνο. Μέχρι τώρα, τα τιμολόγια που πλήρωνε η ΕΥΔΑΠ ξεκινούσαν από 125 ευρώ για τον Άκτορα και 100 ευρώ για την Polyeco. Δηλαδή πάνω από το μισό ποσό της προσφοράς που έδωσε η Καινούργιος Α.Ε, αν και οι προσφορές των δύο εταιριών στο διαγωνισμό έπεσαν σε 90 ευρώ για την εταιρία Μπόμπολα και 79 ευρώ τον τόνο για την εταιρία του Γιάννη Πολυχρονόπουλου.
Πόλεμος προσφυγών
Η αναδοχή στην εταιρεία Καινούργιος Α.Ε. προκάλεσε την αντίδραση του των άλλων δύο εταιρειών, αλλά ιδιαίτερα του ομίλου Μπόμπολα, που ξεκίνησαν ένα πόλεμο ενστάσεων και προσφυγών στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα όμως, το ΣτΕ απέρριψε τις προσφυγές και άνοιξε τον δρόμο για την υπογραφή της σύμβασης. Το πρόβλημα όμως δεν λύθηκε, καθώς για να ξεκινήσει η μεταφορά πρέπει να έχει την έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να έχει εξασφαλίσει διασυνοριακή άδεια, αφού οι περισσότερες ποσότητες μεταφέρονται στο εξωτερικό.
Η Καινούργιος Α.Ε. πλήττεται από την καθυστέρηση και αναγκάστηκε να κάνει υποχωρήσεις. Στέλεχος της εταιρίας ζήτησε από την ΕΥΔΑΠ, για να παραμείνει αξιοποιήσιμη η αποθηκευμένη ποσότητα λυματολάσπης, μέχρι την υπογραφή της σύμβασης, να προχωρήσει η προσωρινή διάθεση του υλικού από τις εταιρείες που έχουν ήδη άδεια (Άκτωρ και Polyeco) αλλά στην τιμή που έχει βγάλει ο διαγωνισμός, δηλαδή στα 54 ευρώ τον τόνο.
Φαίνεται όμως ότι οι δύο εταιρείες δεν συμφωνούν. Μάλιστα ο Άκτωρ δεν σταματάει τον «πόλεμο», και στρέφεται τόσο εναντίον του νέου αναδόχου αλλά και της ΕΥΔΑΠ κάνοντας λόγο για φωτογραφικές διατάξεις στον διαγωνισμό. Η εταιρία του ομίλου Μπόμπολα κατηγορεί την ΕΥΔΑΠ για την απάλειψη από τα τεύχη δημοπράτησης προηγούμενης εμπειρίας των συμμετεχόντων και πιστοποίησης ISO και αμφισβητεί την αξιοπιστία της Καινούργιος Α.Ε. Όπως υποστηρίζουν στελέχη του Άκτορα, η εταιρία δεν διαθέτει γραφεία και πρόσθεσε μόλις λίγες μέρες πριν από τον διαγωνισμό τη δυνατότητα μεταφοράς πόσιμου νερού και τη διαχείριση λυματολάσπης.
Μάλιστα υποστηρίζει ότι πρόσφατα η ΕΥΔΑΠ αγόρασε αποθηκευτικούς χώρους από τον Άκτορα στην Ψυττάλεια, (τους οποίους είχε κατασκευάσει από τον καιρό που είχε το έργο μαζί με την εταιρία Αθηνά του Δάκη Ιωάννου) απαλλάσσοντας τον νέο ανάδοχο από τα τέλη αποθήκευσης του υλικού, που κυμαίνονταν από 9 έως και 18 ευρώ ο τόνος. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τόσο η διοίκηση του Άκτορα όσο και της Polye-co είναι αποφασισμένοι να ζητήσουν την ακύρωση της απόφασης του ΣτΕ και να ζητήσουν την απόρριψη της Καινούργιος Α.Ε. από τις όποιες διαδικασίες ακολουθήσουν.
Ο νέος ανάδοχος, οι κίνδυνοι και ο… Τιτάνας
Η αποξηραμένη λυματολάσπη είναι ένα υλικό που προέρχεται από το εργοστάσιο ξήρανσης της Ψυττάλειας, έχει εξαιρετικές θερμικές ιδιότητες και μπορεί να αξιοποιηθεί από τις τσιμεντοβιομηχανίες και την ηλεκτροπαραγωγή ως καύσιμο υλικό αντί για μαζούτ. Ταυτόχρονα όμως είναι και υψηλής επικινδυνότητας, αφού δεν μπορεί να αποθηκευτεί για πολύ καιρό, καθώς τα οργανικά στοιχεία οδηγούν, έπειτα από κάποιο διάστημα σε αναφλέξεις. Στο παρελθόν είχαν προκληθεί αλλεπάλληλες πυρκαγιές στην Ψυττάλεια.
Επιπλέον, η καθυστέρηση της μεταφοράς της λυματολάσπης θα οδηγήσει σε θάψιμο της ποσότητας που υπάρχει αποθηκευμένη, αφού δεν αποτελούν, στη μορφή που βρίσκονται, αξιοποιήσιμη πρώτη ύλη από τα τσιμεντάδικα. Το πρόβλημα θα το αντιμετωπίσει ο νέος ανάδοχος του έργου. Η εταιρεία Καινούργιος Α.Ε. δραστηριοποιείται 20 χρόνια στον τομέα των αμυντικών συστημάτων, ενώ διαθέτει στην Ελλάδα την αντιπροσωπεία της εταιρείας Aquamodule, ρωσικών συμφερόντων, η οποία δραστηριοποιείται στα συστήματα αφαλάτωσης, ενώ έχει ενδιαφερθεί για τα έργα που θα αναπτυχθούν στα ελληνικά νησιά από την ΕΥΔΑΠ Νήσων.
Σε πρώτη φάση η μεταφορά της αποξηραμένης λυματολάσπης, θα γίνει στην Πορτογαλία, όπου υπάρχει σύμβαση με την εταιρία SGR. Η πορτογαλική τσιμεντοβιομηχανία διαθέτει εργοστάσια και απορροφά την μεγαλύτερη δαπάνη του έργου. Αυτό όμως αφαιρεί σημαντικό μερίδιο από τα κέρδη της εταιρίας, καθώς μόνο το κόστος μεταφοράς με καράβι από την Ψυττάλεια στην Πορτογαλία ανέρχεται σε 40 ευρώ τον τόνο, όταν Άκτωρ και Polyeco επιβαρύνονταν 35 ευρώ τον τόνο για μεταφορά σε Γερμανία και Κύπρο.
Στόχος της ΕΥΔΑΠ είναι να περιοριστεί η διασυνοριακή μεταφορά που έχει μεγάλο κόστος και να αξιοποιηθεί το υλικό στην εσωτερική αγορά. Στην οποία όμως υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Ο Τιτάνας, η μεγαλύτερη τσιμεντοβιομηχανία στη χώρα, έπαιρνε μεγάλες ποσότητες, που έφτασαν στο εννεάμηνο του 2011 στις 10.000 τόνους. Όμως η διοίκηση της Τιτάν έχει ειδοποιήσει Άκτορα και Polyeo ότι δεν μπορεί να απορροφήσει πλέον υψηλές ποσότητες.