Στροφή προς την «πράσινη οικονομία» επιχειρούν οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου που δημοσιεύτηκε σήμερα στις Βρυξέλλες, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων που προσφέρουν οικολογικά προϊόντα και υπηρεσίες αγγίζει το 31%, έναντι 26% στην Ε.Ε..
Στη χώρα μας το 40% των εταιρειών που ανήκουν στην «πράσινη» οικονομία προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες με περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. τα βιολογικά τρόφιμα. Το 30% λειτουργούν στον τομέα των ανακυκλωμένων υλικών και το 21% στη διαχείριση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ή των στερεών αποβλήτων.
Βάσει των στοιχείων της έρευνας, το 45% των ΜμΕ στην Ελλάδα (έναντι 37% στην ΕΕ), έχουν τουλάχιστον έναν εργαζόμενο, πλήρους ή μερικής απασχόλησης που ασχολείται με την προώθηση οικολογικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι «πράσινες» θέσεις εργασίας δημιουργούνται κυρίως στις ΜμΕ σε αντίθεση με τις μεγάλες εταιρείες: το 2012 ένας στους οκτώ εργαζομένους σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις είχε «πράσινη» θέση εργασίας, ενώ στις μεγάλες εταιρείες τα αντίστοιχα αριθμητικά στοιχεία είναι ένας στους 33. Οι «πράσινες» θέσεις εργασίας στις ΜμΕ εκτιμάται μάλιστα ότι θα αυξηθούν σημαντικά και θα φτάσουν το 35% τα προσεχή δύο χρόνια.
Σύμφωνα πάντα με την έρευνα, οι «πράσινες» αγορές για τις ΜμΕ στην ΕΕ εξακολουθούν να είναι κυρίως εγχώριες. Ειδικότερα, το 87% των ΜμΕ που δραστηριοποιούνται σε οικολογικές επιχειρήσεις ή στην «πράσινη» οικονομία λειτουργούν στις εθνικές τους αγορές, ενώ λιγότερο από το ένα τέταρτο των ΜΜΕ αναφέρουν ότι εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες της ενιαίας αγοράς.
Περίπου τρεις στις πέντε (60%) ΜμΕ στην Ελλάδα και στην ΕΕ, που πωλούν οικολογικά προϊόντα ή υπηρεσίες, δραστηριοποιούνται στις «πράσινες» αγορές για περισσότερα από τρία χρόνια, σε σύγκριση με το 52% στις ΗΠΑ.
Τέλος, όσον αφορά στα πιο ευπώλητα οικολογικά προϊόντα, αυτά είναι τα τρόφιμα-ποτά (25%) και ο ηλεκτρονικός και μηχανολογικός εξοπλισμός (23%).