Η προσφυγή στη ΡΑΕ ζητώντας μείωση των τιμολογίων
Από «ηλεκτροπληξία» κινδυνεύει η ΛΑΡΚΟ. Οι πρόσφατες αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ για τους καταναλωτές Υψηλής Τάσης, με ενιαίο τρόπο και όχι εξατομικευμένα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του κάθε ομίλου, απειλούν με απαξίωση, ακόμη και με λουκέτο τη μεγαλύτερη βιομηχανία σιδηρονικελίου στην Ευρώπη.
Και όλα αυτά σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο, καθώς επίκειται η αποκρατικοποίησή της και μεγάλοι ξένοι και ελληνικοί όμιλοι έχουν ενδιαφερθεί για την απόκτησή της. Προαπαιτούμενο μάλιστα για οποιαδήποτε σχετική συζήτηση είναι η εξασφάλιση ανταγωνιστικής τιμής κιλοβατώρας, ειδάλλως η ιδιωτικοποίηση κινδυνεύει να… τιναχθεί στον αέρα. Με μια εννεασέλιδη αίτηση λήψης ρυθμιστικών και προσωρινών μέτρων κατά της ΔΕΗ που κατέθεσε στην Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, η διοίκηση της ΛΑΡΚΟ έδωσε το στίγμα του «πολέμου» που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στις δύο κρατικές εταιρίες. Δημόσιο εναντίον… Δημοσίου δηλαδή, όσο παράδοξο και αν ακούγεται.
Η ΛΑΡΚΟ καταγγέλλει πως με τις πρόσφατες αυξήσεις στο ρεύμα, η τιμή για τις 1.000 κιλοβατώρες ανέρχεται πλέον στα 80 ευρώ, όταν η λειτουργία της βιομηχανίας απαιτεί σταθερή και συνεχή ζήτηση ρεύματος όλο το 24ωρο, επί καθημερινής βάσεως και κάθε εποχή, καθιστώντας ασύμφορο το συνολικό κόστος παραγωγής. Αυτό έχει ως συνέπεια το ελληνικό νικέλιο με τη σειρά του να μην μπορεί να γίνει ανταγωνιστικό στις διεθνείς αγορές, με ό,τι αυτό σημαίνει για την επιβίωση της εταιρίας σε συνδυασμό με την γενικότερη κακή διεθνή και εγχώρια οικονομική συγκυρία. Χαρακτηριστικό είναι πως το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στη διαμόρφωση του κόστους των προϊόντων της ΛΑΡΚΟ φθάνει στο 32% και με τις νέες τιμές θα ξεπεράσει το 35%.
Το επιχείρημα της ΔΕΗ είναι πως τα τιμολόγια είναι «κοστοβαρή», ωστόσο η ΛΑΡΚΟ κάνει λόγο για «γενικό και αόριστο ισχυρισμό», ενώ την ίδια ώρα στηλιτεύει την πρακτική της να αποκρύπτει τα κοστολογικά στοιχεία των λιγνιτικών και των υδροηλεκτρικών σταθμών παραγωγής, με το αιτιολογικό ότι αυτά αποτελούν εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο αποτελεί πρόσχημα, προκειμένου να μη φανεί ακριβώς η απόκλιση του κόστους της ΔΕΗ από το μέσο κόστος (benchmark). Σύμφωνα με την διοίκηση της ΛΑΡΚΟ, η εύλογη για τη βιομηχανία τιμή ηλεκτρικής ενέργειας, θα πρέπει κυρίως να προσδιοριστεί με αναφορά στους σταθμούς βάσεως.
«Το λογιστικό κόστος που αναδύεται από τις καταστάσεις της ΔΕΗ μπορεί να είναι πραγματικό με την έννοια π.χ. ότι οι καταγραφόμενες δαπάνες είναι πραγματικές, αυτό όμως δε σημαίνει πως το πρόσθετο κόστος που σχετίζεται με φαινόμενα όπως ο διοικητικός πληθωρισμός, οι υπεραποθεματοποιήσεις υλικών κλπ. θα πρέπει να μεταφέρεται μέσω εξωπραγματικών τιμών στην εγκλωβισμένη ΛΑΡΚΟ», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Η κρατική βιομηχανία επιρρίπτει ευθύνες στη ΔΕΗ και για τη στάση της να μη λάβει υπόψη της τις ξεχωριστές ανάγκες των μεγάλων πελατών της, «εκμεταλλευόμενη το αποκλειστικό προνόμιό της στην χαμηλού κόστους λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή, αλλά και το ότι δεν υφίσταται ουσιαστικά εναλλακτικός προμηθευτής στον οποίο θα μπορούσε να προσφύγει ένας βιομηχανικός καταναλωτής του μεγέθους και των χαρακτηριστικών της ΛΑΡΚΟ».
Τα αιτήματα
Στον «εμφύλιο» που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στις δύο υπό κρατικό έλεγχο εταιρίες καλείται να παρέμβει η ΡΑΕ. Τα αιτήματα που διατυπώνει στην επιστολή της η ΛΑΡΚΟ είναι καίριας σημασίας.
Πιο συγκεκριμένα, ζητάει:
α) να απαιτηθεί από τη ΔΕΗ να προσέλθει σε πραγματική και ουσιαστική διαπραγμάτευση και όχι σε «διαπραγμάτευση» του τύπου «αυτά είναι τα τιμολόγιά μου και είτε τα παίρνετε, είτε τα αφήνετε»,
β) να γνωστοποιήσει τα κοστολογικά στοιχεία που αφορούν στο σταθερό και μεταβλητό κόστος κυρίως των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών παραγωγής, όπως και τις ωριαίες τιμές αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από την χονδρεμπορική αγορά,
γ) να αναγνωρίσει το ηλεκτρικό προφίλ της εταιρίας, τον χαρακτήρα της, κατά μέγιστο μέρος, ως πελάτη βάσεως, από τη λειτουργία του οποίου, ιδιαίτερα κατά τις βραδινές ώρες αποκομίζει σημαντικά οφέλη,
δ) να συμφωνήσει στην επεξεργασία ενός εξατομικευμένου τιμολογίου που θα λαμβάνει επίσης υπόψη της τον πρωτεύοντα και καθοριστικό ρόλο του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας στη διαμόρφωση του κόστους του σιδηρονικελίου και στη συνέχιση της ύπαρξης της ΛΑΡΚΟ και
ε) να γνωστοποιήσει την σειρά των υποθέσεων- παραδοχών, στις οποίες έχει βασίσει τον υπολογισμό των τιμών που απαιτεί με τα νέα τιμολόγια, στα οποία απαιτεί να προσχωρήσει και η ΛΑΡΚΟ και στ) να απαγορευθεί στη ΔΕΗ οποιαδήποτε βλαπτική ενέργεια ή πράξη επιβολής.
«Καμπανάκια» για την επιβίωση του βιομηχανικού κλάδου
«Κραυγή αγωνίας» για το υψηλό ενεργειακό κόστος στη χώρα μας που σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση απειλεί το σύνολο του βιομηχανικού, παραγωγικού ιστού της χώρας, είχε απευθύνει πριν από έναν μήνα περίπου και η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, που εκπροσωπεί 17 μεγάλες ελληνικές βιομηχανίες, με επιστολή που απέστειλαν στον υπουργό Περιβάλλοντος Γιώργο Παπακωνσταντίνου.
Οι όμιλοι αυτοί, μεταξύ των οποίων οι ΑΓΕΤ Ηρακλής, ΤΙΤΑΝ, ΕΛΒΑΛ, Σιδενόρ, ΜΕΛ, Χαλυβουργία Ελλάδος, Χαλυβουργική, Χάλυψ, Χαρτοβιομηχανία Κομοτηνής κ.ά. μίλησαν για «μονομερείς αυξήσεις από μέρους της ΔΕΗ στους πελάτες Υψηλής Τάσης, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία διαλόγου με τη συμμετοχή της ΡΑΕ με στόχο να αναζητηθούν οι δυνατότητες εξατομίκευσης των τιμολογίων, αλλά και εξορθολογισμού των μηχανισμών για την τιμολόγηση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων (ΥΚΩ δίκτυα, ΑΠΕ κ.λπ.)».
Οι βιομηχανίες εστίαζαν στο ότι η ΔΕΗ είχε προχωρήσει στις αυξήσεις των τιμολογίων κατά 15% χωρίς καμία αιτιολόγηση και στο ότι τα τιμολόγιά της συνεχίζουν να μην είναι διακριτά, υποχρέωση που η εταιρία έπρεπε να έχει εκπληρώσει εδώ και χρόνια. Το… δρόμο της ΛΑΡΚΟ ως προς την προσφυγή της στη ΡΑΕ ζητώντας την παρέμβασή της, έχουν ακολουθήσει επίσης η Χαλυβουργία και η Αλουμίνιον της Ελλάδος.