Η οικονομική κρίση που πλήττει την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και τον όμιλο Βερόπουλο. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 2011 υπήρξε επιζήμιο για την επιχείρηση, κάτι το οποίο ανάγκασε στα μέσα της χρονιάς τοβ Ν. Βερόπουλο να «μειώσει» την αποθήκη του, δηλαδή να περιορίσει τα αποθέματά του, για να βελτιώσει τη ρευστότητα του ομίλου.
Δεν υπήρχε κανένας λόγος να διατηρεί αποθέματα σε ορισμένα προϊόντα 100 και 150 ημερών στις αποθήκες του και παράλληλα να είναι υπόχρεος αντίστοιχων οφειλών προς τις προμηθευτικές εταιρείες.
Έτσι, ο μέσος χρόνος αποθεμάτων μειώθηκε από τις 50 στις 29 ημέρες. Ωστόσο η μείωσή τους προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στους προμηθευτές της αλυσίδας και κυρίως στους πολυεθνικούς ομίλους, διότι τους περιόρισε τις πωλήσεις.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να «πλημμυρίσει» η αγορά με με κάθε είδους αρνητική φημολογία – «είναι η επόμενη περίπτωση Ατλάντικ», «πρόκειται να αιτηθεί την ένταξή του στο άρθρο 99», «έσκασαν επιταγές» ήταν μόνο μερικά απ’ όσα κυκλοφόρησαν τότε. Μέρα με τη μέρα οι φήμες ανακυκλώνονταν και επέστρεφαν ως «σίγουρες πληροφορίες» έχοντας βρει πρόσφορο έδαφος εξαιτίας της κρίσης.
Η πρόταση της ΑΒ Βασιλόπουλος
Όπως αναφέρει η εφημερίδα «ΤΟ Βήμα», πριν από το τέλος του 2011 όλα αυτά διαλύθηκαν και το κλίμα γύρισε, αλλά προτού ακόμη κοπάσει καλά-καλά όλη αυτή η αρνητική φημολογία – εξαιρετικά διαβρωτική για το κύρος του ομίλου στην αγορά – κυκλοφόρησαν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η ΑΒ Βασιλόπουλος, που ακολουθεί μια εντυπωσιακά επιθετική πολιτική τόσο σε ανάπτυξη όσο και σε τιμές, έκανε πρόταση στον κ. Βερόπουλο για την εξαγορά της θυγατρικής της στην Κρήτη, τη Χαλκιαδάκης ΑΕ (το 60% κατέχει η Αφοί Βερόπουλοι ΑΕΒΕ και το 40% ο κ. Μηνάς Χαλκιαδάκης), και των θυγατρικών στα Βαλκάνια, στην πΓΔΜ και στη Σερβία.
Πρόκειται για κερδοφόρες και αναπτυσσόμενες εταιρείες στις αγορές όπου δραστηριοποιούνται – από τα πιο επιτυχημένα επιχειρηματικά εγχειρήματα στην περιοχή των Βαλκανίων. Σύντομα όμως οι πληροφορίες «αποσύρθηκαν» από την πιάτσα. Λέγεται ότι οι προτάσεις δεν έγιναν αποδεκτές για λόγους που δεν έγιναν γνωστοί, αν και ορισμένοι απέδιδαν αυτή την εξέλιξη στην απόφαση του κ. Βερόπουλου να διατηρήσει σε «ελληνικά χέρια» τον όμιλο που κληρονόμησε.
Ενδιαφέρον από ξένα funds
Μάλιστα άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι ο συγκεκριμένος όμιλος στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων έχει γίνει αποδέκτης αντίστοιχων προτάσεων από ξένα funds, που επίσης είχαν την ίδια τύχη – «θέλουν να εξαγοράσουν με χαμηλό τίμημα σημαντικές εταιρείες στον κλάδο του λιανεμπορίου των τροφίμων και να τις πουλήσουν έπειτα από δύο χρόνια πέντε φορές επάνω» φέρεται να είπε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου σε συνεργάτες του.
Μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Βερόπουλος ανέφερε ότι «οι πωλήσεις του ομίλου το 2011 θα κινηθούν συνολικά στα ίδια περίπου επίπεδα με αυτά του 2010, ίσως είναι ελαφρώς μειωμένες, περί τα 940 εκατ. ευρώ, αλλά εφέτος οι σχεδιασμοί μας έγιναν με βάση μείωση πωλήσεων κατά 6%, αλλά με υψηλό μεικτό εμπορικό κέρδος και κινήσεις που ενισχύουν τη ρευστότητα του ομίλου. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η μείωση κατά 12% των αμοιβών των περίπου 7.100 εργαζομένων μας». Θέλοντας να τονίσει πόσο δύσκολη και σύνθετη είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά, λέει χαρακτηριστικά ότι «ο μόνος σχεδιασμός που μπορούμε να κάνουμε είναι από δεκαπενθήμερο σε δεκαπενθήμερο».
Κάμψη πωλήσεων εκτός Κρήτης και Βαλκανίων
Στη διάρκεια του 2011 οι πωλήσεις της Αφοί Βερόπουλοι ΑΕΒΕ – πρόκειται για τη μητρική εταιρεία του ομίλου – παρουσίασαν μείωση πωλήσεων κατά 4,67% και διαμορφώθηκαν στα 690 εκατ. ευρώ περίπου με 181 καταστήματα σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά αντιθέτως οι τρεις θυγατρικές της, στην Κρήτη, στην πΓΔΜ και στη Σερβία, αύξησαν τις πωλήσεις τους και μάλιστα σημαντικά.
Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση της εταιρείας Χαλκιαδάκη στην Κρήτη, η οποία με 38 καταστήματα στη δύναμή της αύξησε τις πωλήσεις της κατά 8% και από 121 εκατ. ευρώ το 2010 διαμορφώθηκαν στα 130 εκατ. ευρώ περίπου και τα αποτελέσματά της, αν και περιορισμένα, θα έχουν θετικό πρόσημο. Παράλληλα, εξαιρετικά υψηλές είναι και οι επιδόσεις των άλλων δύο θυγατρικών της στα Βαλκάνια, οι οποίες από κοινού πέρυσι συμμετείχαν στις πωλήσεις του ομίλου με 120 εκατ. ευρώ και με ικανοποιητική κερδοφορία.
Όπως λέει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου, «η πορεία του ως τώρα κινείται με βάση τους αρχικούς σχεδιασμούς, αν και ο Μάρτιος ήταν κακός μήνας, ενώ στη διάρκεια της πασχαλινής περιόδου, αν και δεν παρακολουθήσαμε τον ανταγωνισμό των άλλων αλυσίδων στις τιμές των αμνοεριφίων, ωστόσο ξεπουλήσαμε και η κίνηση των καταστημάτων μας ήταν μεγάλη, όμως το μέσο καλάθι ήταν μειωμένο κατά 8%, γεγονός που δείχνει ότι η οικονομική κατάσταση των καταναλωτών επιδεινώνεται συνεχώς».
Σερβία και Σκόπια αναπληρώνουν τις απώλειες
Ο όμιλος έχει επενδύσει 110 εκατ. ευρώ στις δύο χώρες και απασχολεί περίπου 1.500 εργαζομένους
«Έχουμε τέσσερα οικόπεδα στην πόλη των Σκοπίων και είναι αναξιοποίητα» λέει ο κ. Βερόπουλος και προσθέτει: «Τώρα δεν είναι ώρα για επενδύσεις στα Βαλκάνια, ευτυχώς που τις κάναμε και δεν εξαρτόμαστε μόνο από την εσωτερική αγορά. Στόχος μας τώρα είναι να ενισχύσουμε τη ρευστότητά μας και γι’ αυτόν τον λόγο επανεισάγουμε όλα μας τα κέρδη». Ο όμιλος είναι η μεγαλύτερη εμπορική δύναμη στη γειτονική αγορά. Διαθέτει εννέα καταστήματα με την επωνυμία «Vero», από τα οποία έξι λειτουργούν στην πόλη των Σκοπίων, το ένα στο Τέτοβο και δύο στην Μπίτολα ή Μοναστήρι – έχει επίσης πέντε υπερμάρκετ στο Βελιγράδι, τα οποία δημιουργήθηκαν μετά το 2002 με την επωνυμία «Super Vero». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πωλήσεις της θυγατρικής του στην πΓΔΜ είχαν αύξηση κατά 17,5% και της αντίστοιχης στη Σερβία κατά 29,5%. Επί της ουσίας οι απώλειες της εσωτερικής αγοράς
αναπληρώνονται σε μεγάλο βαθμό από την ανάπτυξη του ομίλου στις δύο αυτές αγορές. Η πιο πρόσφατη μεγάλη επένδυση, ύψους 36 εκατ. ευρώ, ολοκληρώθηκε το 2010 και είναι το Vero Center στην πόλη των Σκοπίων, το οποίο αποτελείται από 43 καταστήματα.
Όπως εξηγεί μιλώντας προς «Το Βήμα», «υπάρχει η δυνατότητα μέσω των καταστημάτων μας στις δύο χώρες να γίνουν σημαντικές εξαγωγές ελληνικών προϊόντων. Σήμερα οι ελληνικές εταιρείες δυστυχώς δεν αξιοποιούν όσο θα ‘πρεπε αυτή τη δυνατότητα. Μόνο τα περίπου 6 εκατ. ευρώ από τις συνολικές πωλήσεις των 120 εκατ. ευρώ αφορούν ελληνικές εταιρείες, και αυτά τα προϊόντα τα εξάγουμε εμείς για λογαριασμό των προμηθευτών μας».
Πράγματι, προσφάτως, όπως λέει, διοργάνωσε δύο συναντήσεις με εκπροσώπους 70 ελληνικών επιχειρήσεων, στους οποίους παρουσίασε το σύνολο των στελεχών του στις δύο χώρες και τους κάλεσε να αξιοποιήσουν αυτή την ευκαιρία και να αυξήσουν τις πωλήσεις τους. Αλλά ως τώρα τα αποτελέσματα είναι φτωχά.
Η παρουσία του ομίλου στις δύο χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας άρχισε από το 1997 και είναι από τους ελάχιστους ελληνικούς εμπορικούς ομίλους που έχουν αναπτυχθεί στις χώρες της Βαλκανικής. Ως τώρα έχει επενδύσει συνολικά περισσότερα από 110 εκατ. ευρώ, απασχολώντας περί τους 850 εργαζομένους στην πΓΔΜ και άλλους περίπου 600 στην αγορά της Σερβίας με τα πέντε υπερμάρκετ.
Όλες αυτές οι επενδύσεις όμως σχεδιάστηκαν και χρηματοδοτήθηκαν ουσιαστικά προτού εισέλθει η ελληνική οικονομία στην ύφεση και κλείσουν οι στρόφιγγες των τραπεζών. Από το 2011 και μετά δεν υπάρχουν πλέον δυνατότητες για νέες επενδύσεις με τραπεζική χρηματοδότηση και θα πρέπει να περιμένουμε αρκετά χρόνια για να χρηματοδοτηθούν νέα επενδυτικά προγράμματα με τα κέρδη του ομίλου.