Η Επιτροπή Βιομηχανίας Έρευνας και Ενέργειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπερψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία το σχέδιο έκθεσης που αφορά στις κατευθυντήριες γραμμές για τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές και αποβλέπει στον εκσυγχρονισμό και την καλύτερη διασυνοριακή διασύνδεση των ευρωπαϊκών ενεργειακών δικτύων.
Η πρόταση καθορίζει τους κανόνες για την έγκαιρη ανάπτυξη και διαλειτουργικότητα των διευρωπαϊκών ενεργειακών δικτύων με στόχο την καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής ενεργειακής αγοράς, την εγγύηση ασφάλειας εφοδιασμού, την προώθηση ενεργειακής αποδοτικότητας και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την περαιτέρω διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων.
Η Έκθεση προσδιορίζει εννέα γεωγραφικούς διαδρόμους προτεραιότητας και τρεις θεματικές ζώνες προτεραιότητας, καθορίζει κανόνες προσδιορισμού των έργων κοινού συμφέροντος (ΕΚΣ) και ορίζει, σε κάθε κράτος μέλος, μία και μοναδική αρχή για την εποπτεία και την επίσπευση των διαδικασιών χορήγησης αδειών για τα ΕΚΣ. Προτείνει, επίσης, η αξιολόγηση των ΕΚΣ να γίνεται με βάση μια ανάλυση κόστους-οφέλους, παρέχει κίνητρα για έργα υψηλότερου επιχειρηματικού κινδύνου και καθορίζει κριτήρια επιλεξιμότητας για την οικονομική συνδρομή της Ένωσης.
Από τους προτεινόμενους διαδρόμους προτεραιότητας η Ελλάδα συμμετέχει σε τρείς• σε έναν διάδρομο προτεραιότητας για την ηλεκτρική ενέργεια- τις διασυνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας Βορρά– Νότου στην κεντροανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη («NSI East Electricity»)- και σε δύο διαδρόμους προτεραιότητας για το φυσικό αέριο- το νότιο διάδρομο μεταφοράς φυσικού αερίου («SGC») και τις διασυνδέσεις αερίου Βορρά–Νότου στην κεντροανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη («NSI East Gas»).
Σήμερα η ΕΕ βασίζεται σε ένα παρωχημένο και κακώς διασυνδεδεμένο δίκτυο ενεργειακών υποδομών που όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο την ενεργειακή μας ασφάλεια αλλά δυσχεραίνει και την επίτευξη του στόχου για μείωση των εκπομπών θερμοκηπίου κατά 80-95% έως το 2050.
Οι επενδυτικές ανάγκες σε δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου εκτιμώνται στα 200 δισ. ευρώ μέχρι το 2020, αλλά οι εξαιρετικά μακροχρόνιες διαδικασίες αδειοδότησης ενεργειακών υποδομών που ισχύουν σήμερα -κατά μέσο όρο 12 χρόνια- καθώς και η έλλειψη επαρκών χρηματοδοτικών μέσων, μπλοκάρουν συχνά τα έργα και αποθαρρύνουν τους επενδυτές.
Απαιτείται, λοιπόν, μια νέα πολιτική για την ανάπτυξη ενεργειακών υποδομών με ριζικές αλλαγές, καινοτόμες λύσεις και σημαντικές επενδύσεις που θα συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.