Την προσφυγή της Marfin Investment Group (MIG) κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται από τη διμερή διεθνή σύμβαση σχετικά με την αμοιβαία προώθηση και προστασία των επενδύσεων μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, ανακοίνωσε σήμερα ο πρόεδρος της εταιρείας, Ανδρέας Βγενόπουλος.
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε σήμερα ο κ. Βγενόπουλος ζήτησε «την αποκατάσταση του ιδιωτικού χαρακτήρα της Λαϊκής Τράπεζας και την επανόρθωση όλων των αυθαιρεσιών, παρανομιών και διακρίσεων βάσει των οποίων αποκτήθηκε ο κρατικός έλεγχος στη Λαϊκή Τράπεζα».
Ανακοίνωσε δε, ότι σήμερα το πρωί, 23 Ιανουαρίου 2013, επιδόθηκε «ειδοποίηση διαφοράς» προς την Κυπριακή Δημοκρατία, κάτι που συνιστά την επίσημη έναρξη της σχετικής διαδικασίας, με την οποία η MIG ζητά κατ’ αρχήν αποκατάσταση προκειμένου να προστατεύσει την επένδυσή της ύψους 823,8 εκατ. ευρώ, και αν αυτό δεν συμβεί θα προχωρήσει σε διεκδίκηση του συνολικού ποσού της επένδυσής της, αλλά και κάθε άλλης ζημιάς που απορρέει από την επένδυση αυτή, λόγω παραβάσεων εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας των υποχρεώσεών της βάσει της προαναφερθείσας σύμβασης.
Συγκεκριμένα, όπως είπε ο κ. Βγενόπουλος, η MIG ισχυρίζεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παραβίασε τις υποχρεώσεις που είχε:
– Βάσει του άρθρου 2 της σύμβασης που προβλέπει ότι η επένδυσή της έπρεπε να τύχει στην Κύπρο «δικαίας μεταχειρίσεως και πλήρους προστασίας και ασφάλειας» και ότι δεν έπρεπε να «παρακωλύεται καθ’οιονδήποτε τρόπο με μέτρα αυθαίρετα ή διακριτικής φύσεως».
– Βάσει του άρθρου 3 της σύμβασης που προβλέπει ότι η επένδυσή της δεν έπρεπε να έχει «μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που επιφύλαξε η Κύπρος στους ίδιους επενδυτές της ή στις ίδιες επενδύσεις της».
– Βάσει του άρθρου 4 της σύμβασης που προβλέπει ότι η επένδυση της MIG «δεν υπόκειται σε απαλλοτρίωση, εθνικοποίηση ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο που ισοδυναμεί με απαλλοτρίωση ή εθνικοποίηση» παρά μόνον κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις που όμως δεν τηρήθηκαν.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, ο πρόεδρος της MIG παρουσίασε πλήθος στοιχείων που -όπως είπε ο ίδιος- τεκμηριώνουν τις παραβάσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας που οδήγησαν στην κρατικοποίηση της Λαϊκής Τράπεζας, αλλά και των ζημιών που έχουν επέλθει στην τράπεζα και στους μετόχους της από τη στιγμή που αντικαταστάθηκε αυθαίρετα και παράνομα η εκλεγμένη από τους ιδιώτες μετόχους διοίκησή της και τον έλεγχο της τράπεζας ανέλαβε η κυπριακή κυβέρνηση και τα όργανά της.
O κ. Βγενόπουλος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «ενώ βάσει των ευρωπαϊκών οδηγιών οι ελληνικές τράπεζες θα παραμείνουν υπό τον έλεγχο των ιδιωτών μετόχων τους αν συνεισφέρουν το 10% των κεφαλαίων που απαιτούνται για την ανακεφαλαιοποίησή τους, η παλαιά διοίκηση της Λαϊκής Τράπεζας είχε ζητήσει εγγράφως να κρατηθεί ο έλεγχος από τους ιδιώτες μετόχους αν συνεισέφεραν το 51% των κεφαλαίων και το αίτημα αυτό απερρίφθη».
«Αντίθετα, ο σχετικός νόμος προέβλεπε ότι, αν το κυπριακό κράτος βάλει έστω και ένα ευρώ δικαιούται να διορίζει την πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου κάτι που φυσικά είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη αποθάρρυνση όλων των ιδιωτών επενδυτών και τη σχεδόν καθολική κρατικοποίηση της τράπεζας», σημείωσε.
«Την ίδια περίοδο, ο τέως διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου βεβαίωνε ότι η Τράπεζα Κύπρου χρειαζόταν λιγότερα κεφάλαια απ’ όσα πραγματικά χρειαζόταν ώστε να μην ζητήσει βοήθεια από το κράτος και όταν αυτό απεδείχθη ανακριβές ουδεμία επέμβαση έχει κάνει το κράτος στην Τράπεζα Κύπρου που διατηρεί πλήρως την ιδιωτική της Διοίκηση και χαρακτήρα και προσπαθεί να επιτύχει τους καλύτερους δυνατούς όρους στην επικείμενη ανακεφαλαιοποίησή της υπέρ των συμφερόντων των μετόχων της», ανέφερε ο κ. Βγενόπουλος.
«Δεν έχουμε καμία αμφιβολία», είπε, «ότι, αν δεν υπάρξει άμεσα συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία για αυτούσια αποκατάσταση στο πλαίσιο της διαδικασίας φιλικής επίλυσης της διαφοράς που προηγείται της εκδίκασης της υπόθεσης από το αρμόδιο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο, τότε η MIG θα δικαιωθεί απόλυτα και θα αποζημιωθεί πλήρως για την επένδυσή της. Όμως, αντί να προστεθεί ένα ακόμη μεγάλο βάρος στον δοκιμαζόμενο κυπριακό λαό θα προτιμούσαμε να μας δοθεί η ευκαιρία να προστατεύσουμε την επένδυσή μας και παράλληλα να μειώσουμε τις ζημιές της Λαϊκής Τράπεζας αλλά και τα κεφάλαια που αναζητεί σήμερα η Κύπρος από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης».