Μία συγκροτημένη και ευέλικτη πολιτική διάσωσης του αξιόλογου δυναμικού της βιοτεχνίας ζητάει το ΒΕΑ με έγγραφό του στα αρμόδια υπουργεία
σημειώνοντας ότι δεν νοείται σήμερα να μετακινούνται ελληνικές επιχειρήσεις σε γειτονικές χώρες για να απαλλαγούν από τις δυσκολίες και τις απαγορεύσεις που τους επιβάλλει η ελληνική πολιτεία με την νομοθεσία της ή με τις πρακτικές της και ακόμη «Για ποια αναπτυξιακή διαδικασία μπορούμε να ομιλούμε όταν εξοβελίζεται το υπάρχον δυναμικό επιχειρήσεων από την ακήρυχτη αλλά υφιστάμενη στάση πληρωμών των ΟΤΑ και του Δημοσίου γενικότερα» καταλήγει το ΒΕΑ.
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, για την απώλεια υγιών βιοτεχνικών επιχειρήσεων, που ενσωματώνουν σημαντικότατη τεχνογνωσία και αποτελούν πυρήνες πολλά υποσχόμενους, για την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της καινοτομίας στο τόπο μας.
Οι επιχειρήσεις αυτές που λειτουργούν σε κρίσιμους και χρήσιμους τομείς για την οικονομία, αντιμετωπίζουν τα εξωγενή προβλήματα της κρίσης φθάνουν όμως σε οικονομικά αδιέξοδα, εξαιτίας του κρατικού «παραλόγου» (έλλειμμα συνέπειας, ευελιξίας και πολιτικής). Αναφερόμαστε σε περιπτώσεις
– όταν το δημόσιο και ΟΤΑ είναι ασυνεπή στις οικονομικές υποχρεώσεις τους, σε προμηθευτές και εργολήπτες
– όταν δεν προβλέπονται ευέλικτες διαδικασίες συμψηφισμού χρεών και οφειλών
– όταν οι κρουνοί ρευστότητας από τις τράπεζες έχουν στερέψει και δεν βρέθηκαν ακόμη τρόποι διοχέτευσης κεφαλαίων στην πραγματική οικονομία.
Οπότε η πορεία ακόμη υγιών επιχειρήσεων, γίνεται μονόδρομος προς το τέλος τους, έστω και αν πρόκειται για ιστορικές επιχειρήσεις, που λειτουργούσαν αποδοτικά επί σειρά ετών
Το κυριότερο για τις περιπτώσεις αυτές, όπως επισημαίνει το ΒΕΑ, είναι ότι εκτός από το γεγονός ότι χάνονται θέσεις εργασίας, χάνεται και μία αξιόλογη τεχνογνωσία που δύσκολα αναπληρώνεται (όσο και αν φαίνεται άγνωστο για πολλούς η ελληνική βιοτεχνία μεταξύ άλλων κατασκευάζει αναμεταδότες, ανεμογεννήτριες, ηλεκτρονικά συστήματα και συμμετέχει στην αξιοποίηση ΑΠΕ και στην πράσινη ανάπτυξη).