Μόνο ως «εισβολή» μπορεί να χαρακτηριστεί η είσοδος του Γιάννη Νανούρη στην αγορά μαζικής εστίασης μέσω της φημισμένης πλέον αλυσίδας Νανού Donuts. Είναι ο άνθρωπος που κόντρα στην ύφεση κατάφερε σε μόλις 15 μήνες να αναπτύξει δίκτυο 107 σημείων πώλησης, που σύντομα θα φτάσουν τα 150, με το «φρένο» να το βάζει ο ίδιος, καθώς, όπως λέει «δεν σηκώνει άλλα η αγορά».
Η συνταγή της επιτυχίας βασίζεται σε ένα δικό του concept που αποδεικνύεται «αλάνθαστο» στις σημερινές συνθήκες, με κεντρικό «οδηγό» το δίπτυχο καλή ποιότητα-χαμηλή τιμή. Έτσι τα Νανού ντόνατς, με τιμές που δεν ξεπερνούν τα 0,60 λεπτά, χωρίς καμία διαφήμιση, διαδόθηκαν στόμα με στόμα, κάνοντας θραύση πωλήσεων. Υπολογίζεται ότι κάθε κατάστημα κάνει ημερήσιο τζίρο περί τα 500 ευρώ και έχει καθαρά μηνιαία κέρδη γύρω στις 3.000 ευρώ.
Όλα ξεκίνησαν πριν 35 χρόνια, όταν ως φοιτητής ακόμη στη σχολή χημικών τροφίμων των ΚΑΤΕΕ συνεργάστηκε με έναν θείο του από την Αμερική που ερχόμενος στην Ελλάδα έφερε τη μόδα των ντόνατς ανοίγοντας τα Jux Donuts. Από το 1981 ο Νανούρης άνοιξε δικό του εργαστήριο δραστηριοποιούμενος στη χονδρική αγορά, μέχρι πέρυσι το καλοκαίρι που λόγω κρίσης φίλοι και γνωστοί τον έπεισαν να ανοιχτεί στη λιανική δίνοντάς τους τα πρώτα καταστήματα.
Η «χρυσή» μέθοδος
Ο αποκαλούμενος πλέον και «βασιλιάς των ντόνατς», εφαρμόζοντας δικό του marketing –για το οποίο, όπως πληροφορείται η Deal, κλήθηκε να μιλήσει σε φοιτητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου- απογείωσε τη ζήτηση με μια απλή μέθοδο που απαιτεί την τήρηση κάποιων βασικών κανόνων. Πρώτος, το ωράριο λειτουργίας μόνο για 2,5 ώρες τη μέρα, που δημιούργησε ουρές στα καταστήματα εκτοξεύοντας τη φήμη τους. Παράλληλα, η έμφαση στην ποιότητα των πρώτων υλών, με τα περιθώρια κέρδους ανά μονάδα να είναι συμπιεσμένα και την επιτυχία να βασίζεται στη μαζικότητα της παραγωγής.
Για την ανάπτυξη του δικτύου μέσω franchise ακολούθησε μια πρωτότυπη και κοινωνικά αξιέπαινη οδό δίνοντας προτεραιότητα σε ανέργους, δεν ζητά δικαιώματα (Franchise Fee), ενώ οι προδιαγραφές των καταστημάτων (μικρά, με ελάχιστες υποδομές) απαιτούν χαμηλή αρχική επένδυση και επιτρέπουν προσιτό λειτουργικό κόστος, με υποχρέωση των franchisees να αγοράζουν και να διαθέτουν, φυσικά, αποκλειστικά τα προϊόντα της εταιρίας.