Η έρευνα για τις επιχορηγήσεις, οι ζημίες και η πτώση της αγοράς «λυγίζουν» τον Στασινόπουλο
Την ώρα που όλα τα «βλέμματα» της αγοράς είναι στραμμένα στην «σύγκρουση» ανάμεσα στον όμιλο Βιοχάλκο με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με την υποχρεωτική ή μη διενέργεια δημοσίων προτάσεων για τις ελληνικές θυγατρικές του μετά την απόφαση Στασινόπουλου να μεταφέρει την έδρα εκτός συνόρων και συγκεκριμένα στις Βρυξέλλες, οι χάλυβες της Σιδενόρ «λυγίζουν» από τα «βάρη».
Εκτός από την ύφεση και την καταβαράθρωση της οικοδομικής δραστηριότητας πάνω από 40% στην Ελλάδα και σε άλλες αγορές κυρίως της Νότιας Ευρώπης, όπου έχει έντονη παρουσία η εταιρία του Νίκου Στασινόπουλου, ο «πατριάρχης» των μετάλλων φαίνεται πως έχει να αντιμετωπίσει ένα ακόμη μεγάλο «μέτωπο» που άνοιξε πρόσφατα. Εκείνο της έρευνας που φέρεται να βρίσκεται σε εξέλιξη τους τελευταίους μήνες σχετικά με τις κρατικές επιχορηγήσεις που έχει λάβει η Σιδενόρ, ύψους 2,2 εκατ. ευρώ και την επιστροφή τόκων επί συνολικού τραπεζικού δανείου 1,7 εκατ. ευρώ.
Ποσά τα οποία εγκρίθηκαν το 1997 από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και σχετίζονται με επένδυση της τάξεως των 6,4 εκατ. ευρώ που είχε υπαχθεί στον Αναπτυξιακό Νόμο 1892/ 90 και αφορούσε στην παραγωγή νέων προϊόντων όπως χάλυβα, χονδροσύρματος σε μορφή ρολών και οπλισμού σκυροδέματος και με χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης ως τον Δεκέμβριο του 1998. Ωστόσο, ερωτήματα προκύπτουν τόσο για τον χαρακτηρισμό ως «νέα προϊόντα» των παραπάνω, αφού ήδη παράγονταν τέτοια στην Ελλάδα, όσο και για το ότι η καταβολή της τελευταία δόσης της επιδότησης έγινε δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου, που αντίκειται στην σχετική νομοθεσία.
Αν ο έλεγχος ολοκληρωθεί και βρεθούν παρατυπίες ως προς την είσπραξη της επιδότησης από το κράτος, τότε η Σιδενόρ δεν αποκλείεται να κληθεί να επιστρέψει στο ελληνικό Δημόσιο τα ποσά που έλαβε. Γεγονός το οποίο θα συνιστούσε «βαρύ» πλήγμα, ειδικά σε μια οικονομική συγκυρία που τα αποτελέσματά της δείχνουν σημαντικούς «κραδασμούς».
Τα τελευταία δύο χρόνια άλλωστε σημειώνει συνεχώς «αιμορραγία» στον κύκλο εργασιών της και ζημίες. Από τζίρο 1.247, 4 εκατ. ευρώ το 2011 έφτασε στα 1.046,7 το 2012 και στα 610,9 εκ. ευρώ το εννεάμηνο του 2013. Την ίδια ώρα οι ζημίες ύψους 48,9 εκ. το 2011 διευρύνθηκαν στα 66,6 εκ. ευρώ έναν χρόνο αργότερα για να διαμορφωθούν στο εννεάμηνο του τρέχοντος έτους στα 57,8 εκατ. ευρώ.
Η «ειρωνεία» πάντως, του ελέγχου του φακέλου με τις επιχορηγήσεις σχετικά με παλαιότερη επένδυση της Σιδενόρ είναι ότι διεξάγεται σε μια χρονική περίοδο που η εταιρία ανακοίνωσε νέα επένδυση για την εγκατάσταση επαγωγικού φούρνου αναθέρμανσης στο εργοστάσιο της Sovel στον Αλμυρό Μαγνησίας και βραβεύτηκε από την Ελληνική Εταιρία Μάρκετινγκ με το βραβείο Τεχνολογικής Αριστείας για το προϊόν της Sidefor Plus, το οποίο χρησιμοποιείται σε κατασκευές κτιρίων, αλλά και άλλων δομικών έργων από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Το προσωρινό «λουκέτο»
Χαρακτηριστικό της δύσκολης θέσης στην οποία έχει βρεθεί η Σιδενόρ τα τελευταία χρόνια αποτελεί και το γεγονός ότι τον περασμένο Φλεβάρη προχώρησε σε προσωρινό «λουκέτο» στο εργοστάσιο της θυγατρικής της Sovel στον Βόλο, εκεί όπου σήμερα επενδύει. Κάτι το οποίο δείχνει ότι ακόμη οι ισχυρές χαλυβουργίες της χώρας, όπως η εταιρία Στασινόπουλου, έχουν υποστεί έντονα τα «σημάδια» της οικονομικής κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα, είχε προχωρήσει στην αναστολή λειτουργίας του εργοστασίου για έναν μήνα με σκοπό να… ανάψουν και πάλι οι «μηχανές» τον Απρίλιο. Μια κίνηση «συντήρησης δυνάμεων» καθώς οι παραγγελίες για προϊόντα οικοδομικού χάλυβα βρίσκονται στο… ναδίρ, ενώ η μείωση της κατανάλωσης μπετοσιδήρου στην Ελλάδα μειώθηκε φέτος κατά 87%, από 2.300.000 τόνους σε μόλις 300.000 τόνους.
Πέρα από την ύφεση όμως, πολλές φορές ο Νίκος Στασινόπουλος έχει υψώσει «φωνή διαμαρτυρίας» απέναντι στην κυβέρνηση για την υψηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων και το τεράστιο ενεργειακό κόστος που καλύπτει σχεδόν το 50%- ίσως και περισσότερο- του κόστους παραγωγής. Μάλιστα, τα EBITDA εννεαμήνου της Σιδενόρ τα οποία ήταν εμφανώς μειωμένα στα 8,4 εκατ. ευρώ (από 22,2 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2012), αποδίδεται από την διοίκηση ότι ήταν «ψαλιδισμένα» λόγω και του υψηλού ενεργειακού κόστους.
Λόγω «αρρυθμιών» στα Βαλκάνια
Πλήγμα και στις εξαγωγές
«Αρρυθμίες» παρουσιάζει όμως και η εξαγωγική δραστηριότητα της Σιδενόρ. Ο Νίκος Στασινόπουλος τα τελευταία χρόνια έχει ρίξει το βάρος του στις ξένες αγορές για να αντισταθμίσει τις εγχώριες απώλειες, αλλά και για να διατηρήσει την ελάχιστη παραγωγή που απαιτείται για την βιωσιμότητα των εργοστασίων- όπως και άλλες βιομηχανίες του κλάδου.
Όμως, η ζήτηση για προϊόντα χάλυβα είναι πολύ μικρότερη συγκριτικά με το παρελθόν λόγω της πτώσης της οικοδομής στο σύνολο σχεδόν των Βαλκανικών αγορών, αλλά και μικρότερης μεν, αλλά κάμψης στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, όπου κατευθύνονται κατά κόρον τα χαλυβουργικά προϊόντα, αφού η μεταφορά τους σε μακρινές αποστάσεις είναι αντιοικονομική.
Επιπλέον, οι ελληνικές εταιρίες έχουν να αντιμετωπίσουν και τον έντονο ανταγωνισμό από ομίλους της Ιταλίας, της Τουρκίας και της Ισπανίας, οι οποίες συμπιέζουν έντονα τις τιμές πώλησης στα όρια του κόστους, κάτι που οι εγχώριοι όμιλοι δεν μπορούν να πράξουν λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους, με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους να καθίσταται από μειωμένη έως ανύπαρκτη.