Ο ουκρανός πρωθυπουργός Ντένις Σμίχαλ πόζαρε μπροστά σε τέσσερα από τα 14 συνολικά βαριά άρματα μάχης Leopard 2 γερμανικής κατασκευής που παραχωρεί η η Πολωνία στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του, αναρτώντας σειρά φωτογραφιών από την τελετή της παράδοσής τους χθες Παρασκευή.
Ο κ. Σμίχαλ πόζαρε με τον πολωνό πρωθυπουργό Ματέους Μοραβιέτσκι στο πλευρό του σε πολλές από τις φωτογραφίες, που μεταφόρτωσε στην πλατφόρμα Telegram και στο Twitter την ημέρα που συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την εισβολή του ρωσικού στρατού στην ουκρανική επικράτεια.
Leopard 2 tanks are already in #Ukraine. Together with Prime Minister @MorawieckiM, we met the first tanks provided by partners. We are grateful to Poland 🇵🇱 for the decisive steps that bring 🇺🇦 closer to victory. We are waiting for the expansion of the tank coalition. pic.twitter.com/Brs2iuNelt
— Denys Shmyhal (@Denys_Shmyhal) February 24, 2023
«Πριν από έναν χρόνο, άρματα μάχης μπήκαν στην Ουκρανία για να στερήσουν από τους Ουκρανούς την ελευθερία τους», ανέφερε. «Σήμερα, άρματα μάχης μπαίνουν στην Ουκρανία, αλλά αυτή τη φορά για να προστατεύσουν την ελευθερία».
Η Βαρσοβία θα παραδώσει στο Κίεβο 14 άρματα μάχης Leopard 2. Ο κ. Μοραβιέτσκι από την πλευρά του δήλωσε πως θα παραδοθούν επίσης 60 άρματα μάχης PT-91 Twardy. Πρόκειται για μοντέλο βασισμένο στο σοβιετικού σχεδιασμού T-72, προσαρμοσμένο και εκσυγχρονισμένο βάσει προδιαγραφών των πολωνικών ένοπλων δυνάμεων.
Σύμφωνα με τον πολωνό υπουργό Άμυνας Μάριους Μπλάστσακ, η συνεργασία της Πολωνίας με τη Γερμανία διαδραμάτισε καίριο ρόλο στον εφοδιασμό του ουκρανικού στρατού με Λέοπαρντ. Οι δύο χώρες θα παραδώσουν αντίστοιχα 14 και 18 τέτοια βαριά άρματα μάχης, για να σχηματιστεί ουκρανικό τάγμα τεθωρακισμένων.
Η Πολωνία ήταν η πρώτη χώρα που ανακοίνωσε πως θα προμήθευε με τα Λέοπαρντ την Ουκρανία και άσκησε τεράστια πίεση στη Γερμανία να πράξει το ίδιο. Την αναγγελία έκανε την 11η Ιανουαρίου ο πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα στο Λβιβ και το αίτημα επανεξαγωγής τους υποβλήθηκε πολύ σύντομα από τη Βαρσοβία στο Βερολίνο. Εντέλει, η κυβέρνηση του γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς αποφάσισε να στείλει και αυτή άρματα, αφού η αμερικανική κυβέρνηση δεσμεύθηκε να στείλει —αλλά αργότερα— βαριά άρματα μάχης M1 Abrams.