Στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου φαίνεται ότι θα κριθεί τελικά από συνταγματική άποψη το δικαίωμα τόσο του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας να ασκήσει «βέτο» στην πρόσφατη απόφαση της Βουλής με την οποία καλείται η Κύπρος να υποβάλει αίτηση ένταξης στο «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη», όσο και το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να προχωρήσει στη λήψη αυτής της απόφασης.
Σε τέτοια περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο θα κληθεί να αποφανθεί και κατά πόσο ο «Συνεταιρισμός για την Ειρήνη» είναι αυτοτελής διεθνής οργανισμός, ή «παράρτημα του ΝΑΤΟ».
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δ.Χριστόφιας έχει δικαίωμα 15 ημερών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης της Βουλής για αίτηση στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη να ασκήσει το δικαίωμα αρνησικυρίας.
Ήδη μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέφανου Στεφάνου διαμήνυσε την πρόθεσή του να το πράξει. Απομένει η επισημοποίησή του προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων η οποία έλαβε και την απόφαση.
Από εκεί και πέρα, η «σκυτάλη» περνά στη Βουλή η οποία θα αποφασίσει εάν θα προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο ή εάν θα αποδεχθεί την απόφαση του Προέδρου. Η Βουλή έχει περιθώριο μέχρι 30 ημέρες για να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Από πλευράς Προέδρου δεν τίθεται θέμα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες , εάν χρειαστεί η κυβερνητική πλευρά είναι έτοιμη να δώσει τη μάχη προκειμένου να αποδείξει και μέσα από νομικά επιχειρήματα ότι ορθώς ασκήθηκε το δικαίωμα αρνησικυρίας και ότι η Βουλή ενήργησε κατ’ υπέρβαση των εξουσιών που της παρέχονται από το Σύνταγμα.
Στην αντίπερα όχθη, προετοιμασία ξεκίνησε και η Βουλή ώστε να είναι έτοιμη όταν λάβει επισήμως το προεδρικό βέτο να προχωρήσει στην επόμενη φάση της αντιπαράθεσης με την Εκτελεστική εξουσία.
Πέραν της σύγκρουσης για τις πρόνοιες του Συντάγματος, η μάχη μεταξύ Εκτελεστικής και Νομοθετικής εξουσίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναμένεται να δοθεί και σε σχέση με το κατά πόσο ο «Συνεταιρισμός για την Ειρήνη» υπάγεται στις συνταγματικές πρόνοιες που δίνουν το δικαίωμα στη Βουλή να λαμβάνει αποφάσεις και εξαιρούνται από το δικαίωμα του Προέδρου να ασκεί βέτο.
Η κυβερνητική πλευρά υποστηρίζει πως ο Συνεταιρισμός είναι ένα πρόγραμμα, παραπέμποντας στην ιστοσελίδα του ΣγΕ. Σύμφωνα πάντα με την κυβερνητική πλευρά την απόφαση για υποβολή αίτησης ένταξης στο συγκεκριμένο πρόγραμμα θα έπρεπε να τη λάβει το υπουργικό συμβούλιο.
Η άποψη του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΔΗΚΟ, Ανδρέα Αγγελίδη, είναι πως η ύπαρξη του δικαιώματος αρνησικυρίας στο Σύνταγμα είναι, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, ένα «υπερπορνόμιο υπέρ της μικρότερης κοινότητας» στην προκειμένη περίπτωση η τουρκοκυπριακή.
Σημειώνει επίσης ότι «προφανώς το βέτο θα ήταν μορφή μη προώθησης απόφασης του Υπουργικού ή της Βουλής όπου οι Ελληνοκύπριοι ήσαν αριθμητικά περισσότεροι». Ο κ. Αγγελίδης υπογραμμίζει πως αυτό «επεξηγεί και το γεγονός ότι από το 1963 και μετά δεν ασκήθηκε το δικαίωμα της αρνησικυρίας».
Ο αναπληρωτής πρόεδρος του ΔΗΚΟ, Γιώργος Κολοκασίδης, διερωτήθηκε γιατί ο Πρόεδρος χρησιμοποίησε ένα απηρχαιωμένο δικαίωμα και σημείωσε ότι από τη στιγμή που υπήρχε διαφωνία ο κ. Χριστόφιας θα έπρεπε να ζητήσει γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Σε δηλώσεις του ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ Νίκος Κατσουρίδης ξεκαθάρισε ότι είναι εκτροπή όταν η Βουλή εν γνώσει της παίρνει αντισυνταγματικές αποφάσεις υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει χώρα του κόσμου που η εξωτερική πολιτική να μην είναι στην εκτελεστική εξουσία.
Πρόσθεσε ότι η απόφαση στη Βουλή πάρθηκε στη λογική ενός άρθρου που αναφέρετε στη συμμετοχή στους διεθνείς οργανισμούς, την ώρα που όλοι αποδέχτηκαν ότι ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη δεν συνιστά διεθνή οργανισμό.
Ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ είπε ότι πρόκειται για λεπτό ζήτημα το κατά πόσον προκύπτει συνταγματικό ή πολιτικό ζήτημα ή ακόμη και τα δύο μαζί, σημειώνοντας ότι αυτό μπορεί να αποφασιστεί στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Σε ό,τι αφορά στην απόφαση του Προέδρου ο κ. Αναστασιάδης ανέφερε ότι ο κ. Χριστόφιας όπως και το ΑΚΕΛ έχουν μια πολιτική συνέπεια για το ζήτημα όπως και ο ΔΗΣΥ. Το ΔΗΚΟ αναφερόμενο στη διαφωνία μεταξύ των δύο Εξουσιών σημειώνει πως υπάρχουν τα αρμόδια συντεταγμένα όργανα της πολιτείας που μπορούν να δώσουν λύσεις.
Στο επίμαχο θέμα της άσκησης βέτο από πλευράς Προέδρου της Δημοκρατίας το ΔΗΚΟ αναφέρει ότι «θα τύχει περαιτέρω μελέτης» από το κόμμα.
Η ΕΔΕΚ, σύμφωνα με το Δημήτρη Παπαδάκη, θεωρεί πως «η ενέργεια του Προέδρου της Δημοκρατίας συνιστά παραγνώριση και περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης όπως αυτή εκφράζεται από τη μεγάλη πλειοψηφία της Βουλής αλλά και παραγνώριση ρητών διατάξεων του Συντάγματος». Για τα περαιτέρω παραπέμπει στην απόφαση που θα ληφθεί σε επίπεδο Βουλής για αντίδραση στο προεδρικό βέτο.
Το ΕΥΡΩΚΟ θεωρεί το όλο θέμα λήξαν σε πολιτικό επίπεδο και ο Δημήτρης Συλλούρης κάλεσε τον Πρόεδρο Χριστόφια «να πάρει το μήνυμα και να συμπεριφερθεί υπεύθυνα».
Οι Οικολόγοι εκτιμούν ότι «επικράτησε η αντιπαραθετική διάθεση, η συγκρουσιακή τακτική και η τάση για πόλωση” και γι’ αυτό “μεγαλύτερη ευθύνη φέρει βεβαίως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο οποίος μπορούσε με τη σύγκλιση του Εθνικού Συμβουλίου να αποτρέψει την εξέλιξη».
Διαβάστε επίσης: Ρήξη Χριστόφια – Βουλής για “Συνεταιρισμό για την Ειρήνη”