Η ανάκαμψη των ευρωπαϊκών μετοχών από τα μέσα Μαρτίου δεν κατάφερε να πείσει τους αναλυτές, οι οποίοι προβλέπουν ότι η συνεχιζόμενη εκστρατεία αύξησης επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες θα σταματήσει το ράλι.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, οι αναλυτές εμμένουν στις δυσοίωνες προοπτικές τους για το υπόλοιπο του 2023, χωρίς να πείθονται από τη μέχρι στιγμής άνοδο του Stoxx 600 κατά 10%. Ο δείκτης αναμένεται να υποχωρήσει στις 450 μονάδες μέχρι το τέλος του έτους, σύμφωνα με τον μέσο όρο 15 προβλέψεων σε έρευνα του Bloomberg, που μεταφράζεται σε πτώση 4% από το κλείσιμο της Παρασκευής.
“Η νομισματική πολιτική “έσφιξε” με τον πιο απότομο ρυθμό των τελευταίων 40 ετών, γεγονός που οδηγεί σε απότομη επιδείνωση των πιστωτικών και νομισματικών συνθηκών”, δήλωσε η αναλύτρια της Bank of America, Milla Savova.
Οι αναλυτές της BofA αναμένουν ότι οι υποβαθμίσεις των προβλέψεων κερδών θα ενισχύσουν τους αντίθετους ανέμους, μειώνοντας τον στόχο τους για το τέλους του έτους για τον Stoxx 600 στις 410 μονάδες από τις 430 τον περασμένο μήνα, που μεταφράζεται σε πτώση περίπου 13% από εδώ και πέρα. Για τη Sanova και την ομάδα της, το χαμηλό σημείο για τις μετοχές αναμένεται να έρθει στις αρχές του δ’ τριμήνου, οδηγώντας τον δείκτη μέχρι και τις 365 μονάδες.
“Πιστεύουμε ότι αυτό θα αποτελέσει την επόμενη μεγάλη ευκαιρία αγοράς για τους επενδυτές μετοχών, καθώς η αναπτυξιακή δυναμική θα αρχίσει να ανακάμπτει ως απάντηση στην επιθετική νομισματική σύσφιξη”, τόνισε η Savova.
Οι ευρωπαϊκές μετοχές έχουν ανακτήσει όλες τις απώλειες που προκάλεσε η τραπεζική αναταραχή στις ΗΠΑ καθώς και η κατάρρευση της Credit Suisse. Ο Stoxx 600 αυξήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2022 αυτό το μήνα, ενισχυμένος από την οικονομική ανάκαμψη στην Κίνα και την ταχεία παρέμβαση των αρχών για τον περιορισμό της τραπεζικής κρίσης. Το πρόβλημα είναι ότι τα στοιχεία της μεταποίησης στην Ευρώπη συνέχισαν να επιδεινώνονται, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει πολύ υψηλός για να σταματήσουν οι κεντρικές τράπεζες την αύξηση των επιτοκίων.
Το εύρος των προβλέψεων για τον δείκτη έχει περιοριστεί. Η πιο αισιόδοξη πρόβλεψη κάνει λόγο για 480 μονάδες από την Deutsche Bank και την ING, με άνοδο μόλις 2,3% από το κλείσιμο της Παρασκευής. Η TFS Derivatives εξακολουθεί να διατηρεί την πιο απαισιόδοξη άποψη στις 380 μονάδες, που αντιπροσωπεύει πτώση 19%
Η κυρίως αρνητική αξιολόγηση από τους αναλυτές αντικατοπτρίζεται από τις ενέργειες του επενδυτικού κλάδου. Σύμφωνα με έρευνα της Bank of America για τον Απρίλιο, το 70% των επενδυτών αναμένουν αδυναμία στην αγορά μετοχών της περιοχής τους επόμενους μήνες ως απάντηση στη νομισματική σύσφιξη, από 66% τον προηγούμενο μήνα. Παράλληλα, το 55% βλέπει τις μετοχές να κινούνται προς τα κάτω τους επόμενους 12 μήνες, από 42% προηγουμένως. Ο επίμονος πληθωρισμός που οδηγεί σε μεγαλύτερη νομισματική σύσφιξη από τις κεντρικές τράπεζες θεωρείται ως η πιο πιθανή αιτία διόρθωσης, σύμφωνα με την έρευνα.
Οι αναλυτές της Citigroup με επικεφαλής την Beata Manthey δήλωσαν ότι προτιμούν τις αμερικανικές μετοχές έναντι των ευρωπαϊκών, καθώς οι αμερικανικές μετοχές τείνουν να αποδίδουν πιο αμυντικά κατά τη διάρκεια της επιβράδυνσης των κερδών ανά μετοχή (EPS). Ακόμη και αν η ευρωπαϊκή οικονομική ανάπτυξη ξεπεράσει εκείνη των ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές μετοχές και τα κέρδη θα δεχθούν πιέσεις, ανέφερε η Citi.
Ενώ οι περισσότεροι αναλυτές στην έρευνα του Bloomberg παρέμειναν στις προβλέψεις τους ή προσάρμοσαν ελαφρώς προς τα κάτω την άποψή τους τον τελευταίο μήνα, ορισμένοι προβλέπουν αύξηση. Η State Street Global Advisors, για παράδειγμα, αύξησε τον στόχο της στις 475 από 455 μονάδες, αν και αυτό συνεπάγεται μικρή άνοδο για το υπόλοιπο του έτους.
“Η μετάδοση από τον τραπεζικό κλάδο τον Μάρτιο έχει περιοριστεί πολύ καλά μέχρι στιγμής και οι αγορές έχουν ανακάμψει”, δήλωσε ο Frederic Dodard, υψηλόβαθμο στέλεχος της State Street Global Advisors. Η εταιρεία συνεχίζει να προτιμά τις ευρωπαϊκές μετοχές έναντι άλλων περιοχών, αλλά βλέπει έναν μέτριο κίνδυνο από αρνητικά guidance και τις υποβαθμίσεις των προβλέψεων κερδών των εταιρειών για το 2023 και το 2024, πρόσθεσε.
Η περίοδος των κερδών του α’ τριμήνου ξεκίνησε με κάποιες θετικές εκπλήξεις και μπορεί να υπάρξουν και άλλες. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να προεξοφληθεί ως ένδειξη ισχυρότερης απόδοσης των μετοχών, σύμφωνα με τους αναλυτές της JPMorgan Chase & Co. Ήταν εύκολο για τις εταιρείες να ξεπεράσουν τις χαμηλές προσδοκίες για τα κέρδη, ενώ τα στοιχεία πήραν επίσης ώθηση από την οικονομική δραστηριότητα που ήταν καλύτερη από ό,τι στο α’ τρίμηνο του 2022, υποστηρίζουν οι αναλυτές.
“Το ερώτημα είναι εάν οι μετοχές θα κάνουν ράλι περαιτέρω με στήριξη από αυτά τα αποτελέσματα”, ανέφεραν οι αναλυτές με επικεφαλής τον Mislav Matejka.