Οι εταιρείες της ευρωζώνης απορροφούν επιτέλους τις μισθολογικές πιέσεις και η αγορά εργασίας έχει αρχίσει να εξισορροπεί, δήλωσε την Πέμπτη ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Φίλιπ Λέιν, υποδηλώνοντας ότι οι πληθωριστικές πιέσεις που προκαλούν οι αυξήσεις των μισθούς πλέον υποχωρούν.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Reuters, αν και απέφυγε κατά πολύ από το να κηρύξει μία επικράτηση επί του πληθωρισμού, ο Λέιν υποστήριξε ότι υπάρχουν κάποιες αρχικές ενδείξεις ότι οι μισθολογικές πιέσεις πιθανώς αμβλύνονται, κάτι που θα μπορούσε να κάμψει τους φόβους ορισμένων συντηρητικών αξιωματούχων που ακόμα διατηρούν στο τραπέζι το ενδεχόμενο περαιτέρω αυξήσεων επιτοκίων.
“Η συνδρομή των κερδών ανά μονάδα στον ετήσιο πληθωρισμό μετριάστηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2023 σε σχέση με τη συνδρομή τους το 2022, κάτι που υποδηλώνει ότι οι πιέσεις στους μισθούς έχουν αρχίσει να απορροφώνται από τις επιχειρήσεις”, είπε ο Φίλιπ Λέιν σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Σχετικά με τα ποσοστά ανεργίας που διατηρούνται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα – κάτι παράδοξο βάσει του αυξανόμενου κόστους δανεισμού και της οικονομικής στασιμότητας – ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σημείωσε ότι ίσως είναι μία τάση που αλλάζει επί του παρόντος.
“Η αγορά εργασίας έχει παραμείνει μέχρι στιγμής ανθεκτική παρά την επιβράδυνση της οικονομίας, αλλά εμφανίζει σημάδια απώλεια της δυναμικής της”, ανέφερε.
Κατά τα άλλα, ο Λέιν επανέλαβε το σταθερό guidance της EKT που δεν αποκλείει περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, αλλά πρόσθεσε ότι ένα “σύνολο προσομοιώσεων βάσει μοντέλων” που έχει κάνει η ευρωτράπεζα υποδηλώνουν ότι έχει προχωρήσει αρκετά με το κόστος δανεισμού.
Σημειώνεται ότι στην παρούσα φάση οι αγορές δεν περιμένουν άλλη αύξηση επιτοκίων και προβλέπουν ότι η ΕΚΤ θα ξεκινήσει τις μειώσεις τους στις αρχές του καλοκαιριού, ωστόσο ορισμένοι συντηρητικοί αξιωματούχοι της έχουν εκφραστεί ήδη υπέρ και νέων αυξήσεων.
Από την πλευρά του ο Λέιν απέφυγε να πάρει θέση στην εν λόγω συζήτηση δηλώνοντας ότι αβεβαιότητα είναι εξαιρετικά υψηλή και θα μπορούσε να πάρει αρκετά εντός του 2024 προτού η ΕΚΤ αποκτήσει καθαρή ορατότητα για τις τάσεις των μισθών, μία προϋπόθεση για να καθοριστεί εάν ο πληθωρισμός οδηγείται προς το στόχο της.