Η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει αυξανόμενη αβεβαιότητα λόγω γεωπολιτικών εντάσεων και της αναμενόμενης πολιτικής κατεύθυνσης του νέου προέδρου των ΗΠΑ, σύμφωνα με την ανάλυση για τις διεθνείς μακρο-οικονομικές τάσεις της Τράπεζας Πειραιώς.
Οι συνέπειες αφορούν κρίσιμους τομείς, όπως οι τιμές της ενέργειας, οι δασμοί και οι εφοδιαστικές αλυσίδες, επηρεάζοντας τη σταθερότητα του διεθνούς εμπορίου.
Ενώ η οικονομία των ΗΠΑ δείχνει ανθεκτικότητα, με ισχυρή ανάπτυξη και σταθερή καταναλωτική δαπάνη, άλλες περιοχές, όπως η Ευρωζώνη και η Κίνα, αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις.
Σε αυτό το ασταθές περιβάλλον, η νομισματική χαλάρωση προβάλλει ως κύριο εργαλείο στήριξης, προσπαθώντας να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα χωρίς να πυροδοτήσει νέες πληθωριστικές πιέσεις.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση: Η αβεβαιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο έχει, αναμφίβολα, αυξηθεί το τελευταίο διάστημα ως συνέπεια των γεωπολιτικών εξελίξεων, αλλά και των πολιτικών που τελικά θα εφαρμόσει ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ διαμορφώνοντας συνθήκες αρκετά ευμετάβλητες για την οικονομία και το διεθνές εμπόριο (π.χ. τιμές ενέργειας, κόστος μεταφορών, δασμοί, καθυστερήσεις στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες). Θετική, ωστόσο, εξέλιξη συνιστά η συγκρατημένη απάντηση του Ισραήλ στο Ιράν (είδος, μέγεθος) που απομάκρυνε προς το παρόν τον κίνδυνο γενίκευσης του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Η αύξηση των κινδύνων βρίσκει την πλειοψηφία των αναπτυγμένων χωρών σε δημοσιονομικά δυσχερή θέση, καθώς ο λόγος χρέους/ΑΕΠ συχνά ξεπερνά το 100%, με αποτέλεσμα η δυνατότητα στήριξης της οικονομίας μέσω αύξησης των ήδη υψηλών κρατικών δαπανών να είναι περιορισμένη. Συνεπώς, η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να αποτελέσει το βασικό μηχανισμό στήριξης με τρόπο, όμως, που δεν θα αναζωπυρώσει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Στις ΗΠΑ, η οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με ιδιαίτερα ικανοποιητικό ρυθμό διαψεύδοντας τις προγενέστερες εκτιμήσεις για σημαντική επιβράδυνση. Οι λιανικές πωλήσεις και η προσωπική καταναλωτική δαπάνη, επωφελούμενες από την αύξηση των μισθών και το χαμηλό ποσοστό ανεργίας, συνεχίζουν να αυξάνουν σε μηνιαία βάση και ο πληθωρισμός έχει πλησιάσει αρκετά τον στόχο της Fed, ωθώντας την να ξεκινήσει τον κύκλο μείωσης του βασικού επιτοκίου της (κατά 50 μ.β. το Σεπτέμβριο και 25 μ.β. τον Νοέμβριο). Η εξέλιξη αυτή ευνοεί την άνοδο των εταιρικών επενδύσεων, αλλά και την αναθέρμανση της αγοράς κατοικίας. Εξαίρεση αποτελεί ο μεταποιητικός τομέας όπου ο σχετικός πρόδρομος δείκτης ISM συνεχίζει να καταδεικνύει συγκρατημένη συρρίκνωση, ενώ μειωμένη ήταν και η βιομηχανική παραγωγή κατά το γ΄ τρίμηνο. Ταυτόχρονα, οι συνθήκες στην αγορά εργασίας καθίστανται σταδιακά λιγότερο ευνοϊκές. Μια ήπια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας είναι το βασικό μας σενάριο για το τρέχον τρίμηνο και το επόμενο έτος. Εκτιμούμε ρυθμό ανάπτυξης συνολικά για το 2024 κοντά στο 2,5% και χαμηλότερα του 2% για το 2025.
Στην Ευρωζώνη, τα σοβαρά προβλήματα στον μεταποιητικό τομέα παραμένουν, ιδίως στη Γερμανία (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία), που θα ενταθούν εάν οι ΗΠΑ αυξήσουν τους δασμούς. Σε συνδυασμό με την ατολμία ανάληψης πρωτοβουλιών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρότι αυτά αναδείχθηκαν και προτάθηκαν δράσεις μέσω της Έκθεσης του Μ. Ντράγκι “The future of European competitiveness”, εγείρουν τον κίνδυνο να ενταθεί η μετανάστευση της παραγωγής ευρωπαϊκών εταιρειών σε χώρες με πιο ευνοϊκό περιβάλλον για τις επενδύσεις (π.χ. ΗΠΑ). Στην αποτροπή αυτού του κινδύνου δεν βοηθά η συνεχιζόμενη συγκρατημένη ανάπτυξη, απόρροια εν μέρει της αδύναμης εσωτερικής ζήτησης, ρυθμός που δεν αναμένεται να ενισχυθεί αξιοσημείωτα στο προσεχές μέλλον. Από την άλλη, ενθαρρυντική εξέλιξη αποτελεί η μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ και η ισχυρή ακόμη αγορά εργασίας.
Στην Κίνα, η αποδυνάμωση της αναπτυξιακής δυναμικής από τον Απρίλιο και μετά και τα σοβαρά προβλήματα στην αγορά ακινήτων οδήγησε τους φορείς χάραξης πολιτικής στην ανακοίνωση μέτρων στήριξης της ανάπτυξης. Λόγω της δημοσιονομικά επιβαρυμένης θέσης, αυτά έχουν κυρίως νομισματικό χαρακτήρα. Παράλληλα, η αδύναμη εσωτερική ζήτηση, η συγκρατημένη αύξηση των εξαγωγών (και λόγω της αύξησης των δασμών από ΗΠΑ, ΕΕ και άλλες χώρες) και ο πρακτικά ανύπαρκτος πληθωρισμός δρουν ανασταλτικά της ανάπτυξης.