Ο Τούρκος πρωθυπουργός, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παραδέχτηκε δημόσια ότι δεν συνομιλεί πλέον τηλεφωνικά με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα, όπως έκανε μέχρι πρόσφατα.
Οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Τουρκία διανύουν περίοδο ψυχρότητας με εμφανείς τις διαφορές των δύο πλευρών στο θέμα της Συρίας και του πολέμου στη Γάζα.
Ο Ερντογάν δεν χάνει ευκαιρία να εκφράζει τη στήριξή του στη Χαμάς και να χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα εναντίον του Ισραήλ, με δηλώσεις που ενίοτε ξεπερνούν τα όρια του αντισημιτισμού. Πρόσφατα, έκανε λόγο για «κρατική τρομοκρατία» και «γενοκτονία» των Παλαιστινίων, για να καταλήξει ότι το Ισραήλ «έχει ξεπεράσει τον Χίτλερ στη βαρβαρότητα». Στο ίδιο πλαίσιο της πομπώδους αντι-ισραηλινής ρητορικής, επέρριψε ευθύνες και στις ΗΠΑ επειδή, όπως είπε, υποστηρίζουν τη «δυσανάλογη χρήση βίας» από το Ισραήλ, επιδεινώνοντας περαιτέρω τις ήδη ψυχρό κλίμα.
Τα σύννεφα στις σχέσεις των δύο πλευρών άρχισαν να πυκνώνουν όμως νωρίτερα, το περασμένο φθινόπωρο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν πλέον ξεκάθαρα ότι δεν ήταν διατεθειμένες να στηρίξουν αποτελεσματικά με στρατιωτικά μέσα τους αντάρτες στη Συρία. Σε αντίθεση, ο Ερντογάν υπολόγιζε πολιτικά στην ανατροπή του προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ και για το λόγο αυτό άνοιξε τα σύνορα της Τουρκίας στην αντιπολίτευση της Συρίας.
Με αποκλίνουσες θέσεις εμφανίστηκαν οι δύο πλευρές και σε αλλά θέματα που αφορούσαν τις ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπως πέρυσι, όταν ο Τούρκος πρωθυπουργός κατηγόρησε τη Δύση και τις αραβικές χώρες επειδή δεν απέτρεψαν ούτε καταδίκασαν την ανατροπή του αιγύπτιου προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι.
Ερωτηθείς σε τηλεοπτική συνέντευξη, την περασμένη Δευτέρα, εάν οι σχέσεις του με τον αμερικανό πρόεδρο είναι τεταμένες, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποκάλυψε ότι πλέον δεν μιλάει απ’ ευθείας μαζί του.
«Φυσικά, γιατί δεν είχα τα αποτελέσματα που θα ήθελα σε αυτή τη φάση, ιδίως όσον αφορά τη Συρία. Οι υπουργοί Εξωτερικών συνομιλούν, όπως κάνω κι εγώ με τον (αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Τζο) Μπάιντεν» ανέφερε.
«Για να είμαι ειλικρινής, επί του παρόντος, συζητάμε με τον Μπάιντεν το θέμα του Ιράκ. Είπα στον πρόεδρο μας (σ.σ. εννοεί τον Τούρκο πρόεδρο Αμπντουλάχ Γκιουλ) να μιλήσει ο ίδιος απ’ ευθείας με τον κ. Ομπάμα για το θέμα αυτό», διευκρινίζοντας πάντως ότι δεν ήταν σίγουρος για το εάν οι δύο άνδρες είχαν τελικά επικοινωνήσει.
Τη Δευτέρα, την ίδια δηλαδή ημέρα με την τηλεοπτική συνέντευξη του Ερντογάν, η αναπληρώτρια εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρμεντ, Μαρί Χαρφ δήλωσε ότι η Τουρκία πληρώνει το τίμημα για «τα σκληρά αντι-ισραηλινά σχόλιά της».
«Νομίζω ότι δεν υπάρχει θέση στο διεθνή διάλογο για τέτοιου είδους σχόλια, τελεία και παύλα» είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας: «Ξεκάθαρα λέμε ότι όταν οι άνθρωποι εκφράζουν επανειλημμένα τέτοιου είδους απόψεις βλάπτουν μόνο τη θέση της Τουρκίας στον κόσμο, βλάπτουν την ικανότητά τους να επηρεάζουν τις εξελίξεις».
Η Ασλί Αϊντίντασμπάς, αρθρογράφος της τουρκικής Milliyeτ, επιβεβαιώνει ότι η αμερικανοτουρκική συνεργασία έχει περιοριστεί σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, μεταξύ δηλαδή του Τούρκου υπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, και του αμερικανού ομολόγου του, Τζον Κέρι. Οι ΗΠΑ σίγουρα χρειάζονται την Τουρκία, με δεδομένη μάλιστα τη σημασία που έχει για τις Ηνωμένες Πολιτείες η βάση του Ιντζιρλίκ και ειδικότερα με όσα συμβαίνουν στο Ιράκ, υποστηρίζει. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται την Τουρκία για την αντιμετώπιση των περιφερειακών απειλών» εκτιμά η ίδια.
Από την πλευρά του, ο Σινάν Ουλγκέν του Carnegie Europe στις Βρυξέλλες, τη γνώμη του οποίου επικαλείται η Φωνή της Αμερικής, υποστηρίζει ότι η σκληρή ρητορική του Ερντογάν κατά του Ισραήλ και των ΗΠΑ οφείλεται στο ισλαμικό εκλογικό ακροατήριο του, εν όψει των προεδρικών εκλογών της 10ης Αυγούστου στις οποίες είναι υποψήφιος και, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, αναμένεται να αναδειχθεί νικητής.