Οι αμερικανικές δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους στο διεθνή συνασπισμό που μάχεται τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους εξαπέλυσαν 21 αεροπορικές επιδρομές τις τελευταίες δύο ημέρες, κοντά στην πόλη Κομπανί, στα σύνορα της Συρίας με την Τουρκία, καθώς η κατάσταση στο μέτωπο των συγκρούσεων παραμένει ρευστή, με τους ισλαμιστές να προσπαθούν να κερδίσουν έδαφος. Αν δεν υπήρχαν οι αεροπορικές επιθέσεις, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα, υποστηρίζει, σε κύριο άρθρο του, το πρακτορείο Bloomberg.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις που έγιναν σήμερα από την Κεντρική Διοίκηση των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ (CentCom), η οποία είναι αρμόδια για τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, οι αεροπορικές επιδρομές κατέστρεψαν πολλές θέσεις και κτίρια του Ισλαμικού Κράτους και είχαν στόχο να εμποδίσουν «να σταλούν ενισχύσεις και εφόδια» στους τζιχαντιστές και να προελάσουν προς τις συνοικίες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Κούρδων.
Ο αμερικανικός στρατός σημείωσε ότι υπάρχουν ενδείξεις πως τα αεροπορικά πλήγματα αναχαίτισαν την προέλαση του Ισλαμικού Κράτους στο Κομπανί, όμως προειδοποίησε ότι η κατάσταση στο πεδίο των μαχών παραμένει ρευστή, καθώς οι τζιχαντιστές προσπαθούν να κερδίσουν έδαφος και οι κουρδικές πολιτοφυλακές «εξακολουθούν να αντιστέκονται».
Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (IAE) ανακοίνωσε, από την πλευρά της ότι οι αεροπορικές επιδρομές εναντίον θέσεων του ΙΚ στη Συρία και το Ιράκ έχουν μειώσει τα έσοδα της οργάνωσης από την πώληση πετρελαίου. Από τα περίπου 70.000 βαρέλια ημερησίως που παρήγαγαν το καλοκαίρι, κυρίως στο Ιράκ, πλέον οι τζιχαντιστές παράγουν περίπου 20.000 βαρέλια, εκτίμησε η IAE.
Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί «περιόρισαν την ικανότητα των τζιχαντιστών να λειτουργούν πετρελαιοπηγές και διυλιστήρια και ανέκοψαν την επιχείρηση λαθρεμπορίου η οποία τους απέφερε ημερησίως έσοδα που εκτιμώνται μεταξύ του 1 και των 3 εκατομμυρίων δολαρίων», σημειώνει η διεθνής υπηρεσία.
«Παρόλο που τα αποτελέσματα της στρατηγικής Ομπάμα κατά του Ισλαμικού Κράτους είναι περιορισμένα, δεν μπορεί κανείς να μην αναλογιστεί τι θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχαν οι αεροπορικές επιθέσεις της συμμαχίας», υποστηρίζει, σε κύριο άρθρο του, το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, υπογραμμίζοντας ότι «χωρίς αυτές θα συνεχίζονταν οι γενοκτονίες, η σεξουαλική δουλεία, η παρατεταμένη αστάθεια, ενώ θα δημιουργείτο μια ελεύθερη ζώνη για την εκπαίδευση και την οργάνωση των τζιχαντιστών».
Όπως σημειώνεται «παρά την απογοήτευση που προκάλεσε η μαχητική δυνατότητα του ιρακινού στρατού και η διστακτικότητα της Τουρκίας να ενταχθεί στη συμμαχία κατά του Ισλαμικού Κράτους, οι αεροπορικές επιθέσεις απέτρεψαν τα χειρότερα, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια για ενίσχυση και των χερσαίων δυνάμεων».
Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι «το αληθινό δίδαγμα από το Κομπανί είναι ότι το Ισλαμικό Κράτος δεν αποτελεί στρατό με υπεράνθρωπες ικανότητες, όπως παρουσιάζεται συχνά, καθώς οι Κούρδοι μαχητές με τις περιορισμένες οπλικές τους δυνατότητες κατόρθωσαν να αποτρέψουν μέχρι τώρα τις επιθέσεις, βοηθούμενοι φυσικά από τις αεροπορικές επιθέσεις.
» Εάν η Τουρκία άνοιγε τα σύνορά της για τον ανεφοδιασμό και την ενίσχυση τους, οι Κούρδοι θα μπορούσαν να απωθήσουν το Ισλαμικό Κράτος, όπως είχαν κάνει νωρίτερα φέτος, όταν οι επιτιθέμενοι δεν κατείχαν ακόμη αμερικανικό οπλισμό που απέκτησαν στο Ιράκ.
» Παρομοίως στο βόρειο Ιράκ οι Κούρδοι Πεσμεργκά μπόρεσαν να κρατήσουν τις περιοχές τους και να προωθηθούν μάλιστα λίγο περισσότερο, χωρίς να διαθέτουν και αυτοί τανκς και βαρύ οπλισμό. Οι υποσχέσεις της συμμαχίας για παροχή οπλισμού έχουν μόνο μερικώς υλοποιηθεί. Η Τουρκία συμφώνησε τελικά το Σαββατοκύριακο να βοηθήσει τη συμμαχία, χωρίς ωστόσο να έχει μέχρι τώρα ξεκαθαρίσει τον τρόπο».
Σε σχέση με την αμερικανική στρατηγική στο Ιράκ και στη Συρία, το Bloomberg κάνει αναφορά στην χρήση αμερικανικών ελικοπτέρων Απάτσι για την απομάκρυνση των ισλαμιστών από το αεροδρόμιο της Βαγδάτης, «η οποία καταδεικνύει το εύρος των δυνατοτήτων των ΗΠΑ για την εμπλοκή τους στην περιοχή».
Σημειώνεται ακόμη ότι «μπορούν να γίνουν περισσότερα για τον εξοπλισμό και την ενίσχυση των Κούρδων στο Ιράκ και στη Συρία, οι οποίοι παραμένουν μακράν οι πιο αποτελεσματικοί και αποφασισμένοι μαχητές στο έδαφος, ενώ οι ΗΠΑ, όπως προτείνει και ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν, θα πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερους κινδύνους, στέλνοντας ειδικές δυνάμεις και εκπαιδευτές σε κρίσιμες περιοχές όπως το Κομπανί».