Ο μοναδικός κατηγορούμενος για τις βομβιστικές επιθέσεις της Βοστόνης, ο 21χρονος Τζοχάρ Τσαρνάεφ, εμφανίστηκε σήμερα για πρώτη φορά ενώπιον των πιθανών ενόρκων που θα κληθούν να αποφασίσουν εάν θα πρέπει να του επιβληθεί η θανατική ποινή.
Είκοσι μήνες μετά τη διπλή βομβιστική επίθεση στον μαραθώνιο της Βοστόνης, όπου σκοτώθηκαν τρεις και τραυματίστηκαν 264 άνθρωποι, η δίκη του Τσαρνάεφ ξεκίνησε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της πόλης με την επιλογή των ενόρκων, εν μέσω δρακόντειων μέτρων ασφαλείας.
Οι καταθέσεις των μαρτύρων θα ξεκινήσουν στις 26 Ιανουαρίου, διευκρίνισε ο ομοσπονδιακός δικαστής Τζορτζ Ο΄ Τουλ, προσθέτοντας ότι η δίκη αναμένεται να διαρκέσει τρεις με τέσσερις μήνες.
Ο Τσαρνάεφ, ένας νεαρός μουσουλμάνος τσετσενικής καταγωγής που πήρε την αμερικανική υπηκοότητα το 2012, κινδυνεύει να καταδικαστεί σε θάνατο. Σήμερα εμφανίστηκε στο δικαστήριο φορώντας σκούρο πουκάμισο και πουλόβερ και ανοιχτόχρωμο παντελόνι. Ήταν κατάχλομος και κοίταζε εναλλάξ το πάτωμα και τον δικαστή, προσπαθώντας μάλλον να αποφύγει τα βλέμματα των πιθανών ενόρκων που έστεκαν απέναντί του. Το πρωί κλήθηκε μια πρώτη ομάδα 200-250 ανθρώπων ενώ μια δεύτερη ομάδα παρουσιάστηκε το απόγευμα στο δικαστήριο. Ο δικαστής εξήγησε στους υποψήφιους ενόρκους τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Τσαρνάεφ, διευκρινίζοντάς τους ότι εκείνοι θα αποφασίσουν αν του αξίζει η θανατική καταδίκη ή η ισόβια κάθειρξη. Υπογράμμισε πάντως εμφατικά ότι είναι απόλυτη ανάγκη να συγκροτηθεί “ένα σώμα ενόρκων που θα αναζητήσει την αλήθεια, με ευσυνειδησία και αμεροληψία”.
Ο δικαστής κάλεσε επίσης όσους επιλεγούν να μην μιλήσουν σε κανέναν για την υπόθεση, να μην διαβάζουν εφημερίδες, ούτε να βλέπουν τηλεοπτικά προγράμματα που αφορούν τη δίκη, να μην ερευνούν στο διαδίκτυο και να μην χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Τζοχάρ κατηγορείται ότι μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον 26χρονο Ταμερλάν, τοποθέτησε δύο αυτοσχέδιες βόμβες που εξερράγησαν κοντά στη γραμμή τερματισμού του μαραθωνίου της Βοστόνης, στις 15 Απριλίου 2013.
Ο Ο΄ Τουλ απέρριψε το αίτημα να αλλάξει ο τόπος διεξαγωγής της δίκης, όπως ζητούσαν οι συνήγοροι του Τσαρνάεφ υποστηρίζοντας ότι θα είναι αδύνατον να συγκροτηθεί ένα σώμα αμερόληπτων ενόρκων αφού οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης και των περιχώρων της άκουσαν ή συζήτησαν για τις επιθέσεις, λόγω της ευρείας δημοσιότητας που έλαβε η υπόθεση.
Η δίκη θεωρείται βέβαιο ότι θα ανακινήσει οδυνηρές μνήμες στη Βοστόνη. Ορισμένα από τα θύματα, όπως η Λιζ Νόρτεν που ακρωτηριάστηκαν και τα δύο παιδιά της, έχουν υποσχεθεί ότι δεν θα λείψουν ούτε μια μέρα από τη διαδικασία. “Θέλω να πεθάνει”, είπε η Νόρτεν, εξηγώντας ότι οι επιθέσεις “κατέστρεψαν τη ζωή της”.
Ο Ταμερλάν Τσαρνάεφ, τον οποίο η υπεράσπιση σκοπεύει να παρουσιάσει ως “εγκέφαλο” των επιθέσεων, σκοτώθηκε τέσσερις ημέρες μετά από την επίθεση. Ο Τζοχάρ συνελήφθη λίγες ώρες αργότερα, σοβαρά τραυματισμένος, κρυμμένος σε μια βάρκα, σε έναν κήπο στα προάστια της Βοστόνης. Μία από τις συνηγόρους του νεαρού, η Τζούντι Κλαρκ, είναι ειδικευμένη σε υποθέσεις όπου μπορεί να επιβληθεί η θανατική ποινή στον κατηγορούμενο. Μετά από διαπραγματεύσεις με τους εισαγγελείς, γλίτωσε πολλούς από τους πελάτες της, όπως τους δράστες των βομβιστικών επιθέσεων στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντας, το 1996. Στην περίπτωση του Τζοχάρ ωστόσο η εισαγγελία δεν φαίνεται διατεθειμένη να διαπραγματευτεί μια συμφωνία.