«Μετά τις επιθέσεις της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, οι Ιάπωνες θα έπρεπε να είναι πολύ εχθρικοί απέναντι στην πυρηνική ενέργεια. Αλλά η αντίδρασή τους είναι πιο πολύπλόκη. Η Χιροσίμα αποτέλεσε μια φρικτή εμπειρία, αλλά στη μνήμη των Ιαπώνων ήταν και το βάπτισμα μιας νέας Ιαπωνίας, το γεγονός που έδωσε τέλος σε πενήντα χρόνια εγκλημάτων. Από το κακό αυτό γεννήθηκε ένα καλό, μια Ιαπωνία που αποκήρυσσε τη στρατιωτική και εθνικιστική φρίκη, μετανοούσε και έπαιρνε τον δρόμο της ανάπτυξης. Παρόλο που αυτό δεν λέγεται ανοιχτά, η Χιροσίμα έπαιξε κι ένα ρόλο κάθαρσης. Στο συλλογικό υποσυνείδητο, μπορεί οι Ιάπωνες να διέπραξαν εγκλήματα, αλλά υπέστησαν και πράγματα που κανείς άλλος λαός δεν έχει ποτέ υποστεί. Άρα, κατά κάποιο τρόπο, πλήρωσαν».
Αυτά λέει σε συνέντευξή του στη Μοντ ο Ζαν-Μαρί Μπουισού, διευθυντής ερευνών στο Κέντρο διεθνών σπουδών και ερευνών της Sciences Po, ιστορικός της σύγχρονης Ιαπωνίας και ένας από τους μεγαλύτερους ειδικούς για τη χώρα. Όπως λέει, μια άλλη ένδειξη του σύνθετου τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι Ιάπωνες τις επιθέσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είναι η φιγούρα του Astroboy, που σχεδιάστηκε από τον Οσάμου Τεζούκα. Αυτό το μάνγκα αποτελεί εθνικό θησαυρό, που διαβάστηκε απ’όλους τους baby-boomers. Ο Astroboy είναι ένα αγόρι-ρομπότ που πολεμάει τους κακούς. Εχει όμως πυρηνική καρδιά και το ιαπωνικό του όνομα είναι Τετσουάν Ατόμου, δηλαδή «ισχυρό Άτομο». Πολλοί μηχανικοί αυτής της γενιάς εμπνεύστηκαν από αυτή τη φιγούρα.
Πώς έφτασε όμως η Ιαπωνία να αποτελεί την τρίτη χώρα στον κόσμο στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας; «Η χώρα αυτή είχε πάντα εμμονή με την ανεξαρτησία της. Καθώς είναι αρχιπέλαγος, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό, και η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης αποτελούσε πάντα ένα στρατηγικό στόχο, τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά. Δεδομένου ότι η χώρα δεν έχει σχεδόν κανέναν πόρο, η πυρηνική ενέργεια ήταν από ενεργειακή άποψη η πιο λογική επιλογή».
Μια επιλογή για την οποία δεν ρωτήθηκε πάντως η κοινή γνώμη εκείνη την εποχή. Η απόφαση ελήφθη στις αρχές της δεκαετίας του ’70 με καθαρά γραφειοκρατικό τρόπο από τα υπουργεία Οικονομίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας. Ποτέ δεν έγινε κάποια πολιτική συζήτηση. Οι οικολογικές ανησυχίες ελάχιστα ενδιέφεραν. Και η πρώτη πετρελαϊκή κρίση έπαιξε μεγάλο ρόλο. Υπήρξε βέβαια κάποια αντίδραση, ενίοτε βίαιη, αλλά ήταν περιθωριακή. Και η βιομηχανία επέλεξε για την εγκατάσταση των εργοστασίων υποβαθμισμένες περιοχές, όπου οι κάτοικοι υποδέχθηκαν την πυρηνική ενέργεια με ανοιχτές αγκάλες.
Τη δεκαετία του ’90, συνεχίζει ο γάλλος ερευνητής, η αντίσταση αναζωπυρώθηκε. Οι αντίπαλοι της πυρηνικής ενέργειας πέτυχαν να οργανωθούν διάφορα δημοψηφίσματα. Κανείς δεν ήθελε πλέον ένα πυρηνικό εργοστάσιο στην αυλή του. Τα νέα εργοστάσια κατασκευάστηκαν έτσι σε υπάρχουσες τοποθεσίες. Κι επειδή το 80% της χώρας είναι ορεινό, οι τοποθεσίες αυτές δεν είναι πολλές. Ούτε ελήφθησαν όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, αν σκεφτεί κανείς πόσα ατυχήματα έγιναν τα τελευταία είκοσι χρόνια. Οι εταιρείες ηλεκτρισμού είχαν τους δικούς τους κανόνες, που ήταν λιγότερο αυστηροί από εκείνους της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενεργείας. Στη Φουκουσίμα μπορεί να τηρήθηκαν οι κανόνες ασφαλείας, αλλά δεν είχε γίνει καμιά πρόβλεψη για το ενδεχόμενο ενός τσουνάμι, κάτι που είναι τουλάχιστον περίεργο.
Τα ατυχήματα αυτά δεν έκαναν την κοινή γνώμη να αλλάξει στάση; «Όχι. Οι εταιρείες ηλεκτρισμού έχουν μια μεγάλη οικονομική δύναμη και ισχυρά μέσα πολιτικής πίεσης. Πρόκειται για ένα πανίσχυρο λόμπι. Ο Τύπος δεν έχει ανοίξει κάποια συζήτηση και κανένα πολιτικό κόμμα δεν είπε ποτέ ότι πρέπει να αναθεωρηθεί η επιλογή της πυρηνικής ενέργειας. Όσο για τους οικολόγους, δεν αποτέλεσαν ποτέ υπολογίσιμη πολιτική δύναμη».