Η Βρετανία αρνήθηκε να δεχτεί τη διαμεσολάβηση της Unesco, ως προς το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Όπως έγινε γνωστό από τις επιστολές του Βρετανικού Μουσείου αλλά και της κυβέρνησης της Βρετανίας προς τον διεθνή οργανισμό, οι οποίες δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του Μουσείου, η εμπλοκή της Unesco δεν θεωρείται ως η πλέον ενδεδειγμένη.
Τονίζοντας τον «ειλικρινή σεβασμό για τον οργανισμό», αλλά και «τις ήδη καλές σχέσεις με τους συναδέλφους και τους φορείς στην Ελλάδα», το Βρετανικό Μουσείο αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην επιστολή του, η οποία έχει αναρτηθεί και στα ελληνικά, ότι το ίδιο «δεν είναι κρατικός φορέας και οι συλλογές του δεν ανήκουν στη βρετανική κυβέρνηση.
Οι έφοροι του Βρετανικού Μουσείου φυλάσσουν τα Γλυπτά όχι μόνο για τον Bρετανικό λαό αλλά και προς όφελος του κοινού παγκοσμίως, στο παρόν και το μέλλον». Επίσης, κάνοντας λόγο για την τρέχουσα περιοδική έκθεση «Ορίζοντας το Κάλλος: το σώμα στην αρχαία ελληνική τέχνη», η οποία άνοιξε χθες τις πύλες του για το κοινό, σημειώνει:
«Στην έκθεση αυτή ορισμένα από τα Γλυπτά του Παρθενώνα παρουσιάζονται μαζί με άλλα κορυφαία έργα τέχνης, τα οποία επίσης αναδεικνύουν τον έντονο ανθρωπισμό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και τα οποία παραχωρήθηκαν γενναιόδωρα από μουσεία από ολόκληρο τον κόσμο. Είναι η πρώτη φορά μέχρι τώρα που δίνεται η δυνατότητα στο κοινό να δει τα έργα αυτά συγκεντρωμένα κάτω από την ίδια στέγη».
Επίσης αναφέρθηκε και στην πρόσφατη παραχώρηση από πλευράς των εφόρων του Μουσείου ενός από τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης, τονίζοντας ότι «με χαρά ενημερωθήκαμε ότι σε έξι μόλις εβδομάδες, είχαν την ευκαιρία να το θαυμάσουν περί τις 140.000 Ρώσοι επισκέπτες».
Ως προς τις «απόψεις για την ιστορία του διαμοιρασμού των Γλυπτών του Παρθενώνα που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας», το Μουσείο τονίζει ότι «φυσικά και διαφέρουν, παρά ταύτα οι ειδικοί ομόφωνα αναγνωρίζουν ότι ο αρχικός γλυπτικός διάκοσμος δεν μπορεί να αποκατασταθεί στο σύνολό του, καθώς πολλά στοιχεία του έχουν χαθεί ενώ τα μέρη που έχουν διασωθεί δεν μπορούν ποτέ να επανατοποθετηθούν στο κτήριο».
Η επιστολή της βρετανικής κυβέρνησης, όπως αναρτάται στην ιστοσελίδα του Μουσείου, αναφέρει – μεταξύ άλλων – ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα είχαν αποκτηθεί νομίμως από τον Λόρδο Έλγιν, σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν εκείνη την περίοδο και ότι οι έφοροι του Βρετανικού Μουσείου έχουν σαφείς και νόμιμους τίτλους από το 1816.