Τα ραδιενεργά απόβλητα από την μονάδα της Φουκουσίμα που καταλήγουν στον Ειρηνικό Ωκεανό δεν θα έχουν σημαντικές συνέπειες σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, που θα διαρκέσουν, στη θαλάσσια ζωή στα ανοικτά της ιαπωνικής μονάδας, εκτιμούν οι ειδικοί.
Από την αρχή του δυστυχήματος, που ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη, η ιαπωνική μονάδα προκάλεσε την “απελευθέρωση” στο περιβάλλον πολλών ραδιενεργών προϊόντων. Κυρίως ιώδιο και καίσιο που αποδεσμεύτηκαν απευθείας στην ατμόσφαιρα, αλλά και που μεταφέρονται από χιλιάδες τόνους νερού που ρίχτηκαν από τους διασώστες για την ψύξη των εγκαταστάσεων, και μέρος των οποίων κατ’ ανάγκη διοχετεύτηκε στον Ειρηνικό μετά το πέρας της “διήθησης”.
Η μόλυνση επιβεβαιώθηκε από τις μετρήσεις που έγιναν στην θάλασσα τις τελευταίες ημέρες: Iώδιο-131 και καίσιο-137 εμφανίζονται σε συγκεντρώσεις πολύ υψηλότερες από το κανονικό, περίπου 1.000-2.000 φορές για το ιώδιο και 25 έως 80 φορές για το καίσιο.
Αυτή η σημαντική μόλυνση εντοπίστηκε πολύ κοντά στις εγκαταστάσεις της μονάδας. Όμως, ο Ειρηνικός Ωκεανός λειτουργεί ως γιγάντια “δεξαμενή” όπου αυτοί οι ρύποι αραιώνονται πολύ γρήγορα, λόγω της ανάμειξης των ρευμάτων και των παλιρροιών, συνοψίζει ο Ντιντιέ Σαμπιόν, διευθυντής περιβάλλοντος στο γαλλικό Ινστιτούτο ραδιοπροστασίας και Πυρηνικής Ασφάλειας (IRSN).
“Σε παγκόσμια κλίμακα, ή ακόμη και στην κλίμακα του Ειρηνικού, αυτό δεν θα δημιουργήσει κανένα πρόβλημα. Αλλά πολύ κοντά στην Φουκουσίμα, θα πρέπει να προβλεφθεί μια αυστηρή απαγόρευση της αλιείας” για μερικούς μήνες, εκτιμά ο Σάιμον Μποξά, καθηγητής στο Εθνικό Κέντρο Ωκεανογραφίας, του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον (Βρετανία).
Αν τα ραδιενεργά στοιχεία διαλυθούν στο νερό και γίνουν αμελητέες συγκεντρώσεις, οι θαλάσσιοι οργανισμοί μπορούν με τη σειρά τους να τα “ξανασυσσωρεύσουν”, ιδίως τα φύκια και ορισμένα μαλάκια.
Για να ληφθεί υπόψη αυτή η ικανότητα “βιοσυσσώρευσης”, οι ειδικοί έχουν υπολογίσει τους “συντελεστές συγκέντρωσης”, που είναι εξαιρετικά μεταβλητοί ανάλογα με τα είδη και τα ραδιενεργά στοιχεία.
Ορισμένα είδη φυκιών, μερικά από τα οποία καταναλώνονται ευρέως από τους Ιάπωνες, έχουν ένα συντελεστή συγκέντρωσης που υπολογίζεται σε 100.000 για το ιώδιο.
Με άλλα λόγια, “τα φύκια θα το απορροφήσουν πολύ γρήγορα. Το ιώδιο θα εισέλθει στην τροφική αλυσίδα, αλλά μόνο σε τοπικό επίπεδο”, λέει ο Μπόξαλ.
Το ιώδιο έχει πολύ σύντομη ημιζωή–η ραδιενέργεια του μειώνεται κατά το ήμισυ σε οκτώ ημέρες–η δε μόλυνση θα έχει φύγει μετά από μερικούς μήνες, ακόμη και σε περίπτωση ισχυρής “επανασυσσώρευσης”.
Το καίσιο 137 “παρουσιάζει μάλλον χαμηλές ικανότητες ‘προσκόλλησης’ στα θαλάσσια είδη”, με τους παράγοντες συγκέντρωσης να ποικίλουν από 10 (στα κεφαλόποδα) έως 400 (στα ψάρια), σύμφωνα με το IRSN.
Αλλά η ραδιενεργή ημιζωή του είναι πολύ μεγαλύτερη, 30 χρόνια, και εγκυμονεί κίνδυνο μακρόχρονης μόλυνσης των ιζημάτων των θαλάσσιων βυθών.
“Η κύρια ανησυχία είναι για το άμεσο περιβάλλον του χώρου, δύο ή τρία χιλιόμετρα γύρω από τη μονάδα της Φουκουσίμα, όπου θα μπορούσε να υπάρξει μια αύξηση της συγκέντρωσης ραδιενέργειας στα υποθαλάσσια κοιτάσματα”, διευκρίνισε ο Σάιμον Μπόξαλ.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα απαιτηθεί μια “ζώνη αποκλεισμού” για την αλιεία που θα διαρκέσει πολύ, όπως συνέβη και στη Βαλτική Θάλασσα μετά το Τσερνομπίλ το 1986. “Εδώ μιλάμε για χρόνια”, διευκρίνισε.
“Σε αυτή τη ζώνη αποκλεισμού, δεν θα επιτρέπεται καθόλου η αλιεία. Από κει και πέρα, θα υπάρχει μια άλλη περιοχή που θα παρακολουθούμε τακτικά ώστε να εντοπίζονται τυχόν ίχνη ραδιενέργειας”, εξηγεί ο ωκεανολόγος.
“Αλλά είναι δύσκολο να αξιολογηθεί, εφόσον δεν έχουν κάνει μετρήσεις για να καθοριστεί η έκταση της ρύπανσης”, κατέληξε.