Με τον όρο «κοινωνία του ρίσκου» εννοούμε μια εποχή κατά την οποία οι σκοτεινές πλευρές της προόδου καθορίζουν όλο και περισσότερο τις κοινωνικές συγκρούσεις. Μετατρέπεται τότε σε κινητήρια δύναμη της πολιτικής κάτι που στην αρχή δεν ήταν προφανές για κανέναν: ότι θέτουμε σε κίνδυνο τον ίδιο μας τον εαυτό. Οι πυρηνικοί κίνδυνοι, οι κλιματικές αλλαγές, η χρηματοπιστωτική κρίση, οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου κλπ ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό το σενάριο της «κοινωνίας του ρίσκου».
Αντίθετα με προηγούμενα βιομηχανικά ρίσκα, επισημαίνει ο γερμανός καθηγητής Ούλριχ Μπεκ στην Ελ Παϊς, αυτή η κατηγορία α) δεν γνωρίζει γεωγραφικά, χρονικά ή κοινωνικά όρια β) δεν ακολουθεί τα γνωστά κριτήρια αιτίου, ενοχής και ευθύνης και γ) δεν μπορεί να ασφαλιστεί έναντι κάποιου ποσού. Όταν οι ασφαλιστικές εταιρείες αρνούνται αυτή την κάλυψη – όπως συμβαίνει με την πυρηνική ενέργεια και τα νέα βήματα της γενετικής – τότε παραβιάζεται το όριο ανάμεσα στο υπολογίσιμο ρίσκο και τους ανυπολόγιστους κινδύνους.
Η πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα δεν προκλήθηκε από μια ανθρώπινη απόφαση, αλλά από τον σεισμό και το τσουνάμι. Η κατηγορία «φυσική καταστροφή» παραπέμπει σε κάτι που δεν προκάλεσε ο άνθρωπος και για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Αυτή η προσέγγιση όμως ανήκει στον περασμένο αιώνα. Η έννοια είναι λανθασμένη, καθώς η φύση δεν γνωρίζει από καταστροφές, αλλά από δραματικές διαδικασίες μετασχηματισμού. Ένα τσουνάμι ή ένας σεισμός μετατρέπονται σε καταστροφές μόνο σε σχέση με τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η απόφαση να κατασκευαστούν πυρηνικοί σταθμοί σε σεισμογενείς περιοχές δεν αποτελεί φυσικό φαινόμενο, αλλά πολιτική απόφαση. Το ίδιο συμβαίνει με την κατασκευή ουρανοξυστών ή με τον γενικότερο σχεδιασμό μιας μεγαλούπολης σαν το Τόκυο. Η περίπτωση της Ιαπωνίας δείχνει πόσο στενά συνδέονται μεταξύ τους αυτά που αποδίδουμε στη φύση και αυτά που αποδίδουμε στην ανθρώπινη δύναμη.
Σε γενικές γραμμές, σημειώνει ο Μπεκ, μιλάμε για «φυσική καταστροφή» και για «περιβαλλοντικό κίνδυνο» σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία δεν υπάρχει μια «αγνή φύση» που μπορεί να αντιταχθεί στην τεχνική και την κοινωνία. Αυτό που κάποιοι, ας πούμε η χημική βιομηχανία, μολύνουν είναι εκείνο που κάποιοι άλλοι, ας πούμε η γεωργία, ο τουρισμός ή η αλιευτική βιομηχανία, προσφέρουν στην αγορά.
Για την πυρηνική βιομηχανία, δεν είναι καν αναγκαίο να αρνείται τον κίνδυνο: της είναι αρκετό να επιτίθεται στις εναλλακτικές λύσεις. Παραδόξως, αυτό που άνοιξε νέες αγορές στην πυρηνική βιομηχανία ήταν η κλιματική αλλαγή.
Από τον 18ο αιώνα, είχε επιτευχθεί μια συναίνεση σε ό,τι αφορά τους κινδύνους της βιομηχανικής εποχής. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκαν σώματα πυροσβεστών, ασφαλιστικές εταιρείες, υπηρεσίες ψυχολογικής και υγειονομικής στήριξης κλπ. Το σοκ που υπέστη η ανθρωπότητα από την καταστροφή της Φουκουσίμα οφείλεται σε μια άλλη ιδέα που κερδίζει έδαφος: ότι δεν υπάρχει κάποιος θεσμός που να είναι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει μια μεγάλη πυρηνική καταστροφή και να εξασφαλίσει την κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική τάξη σε μια τέτοια αποφασιστική στιγμή.
Υπάρχουν, αντίθετα, πολλές πλευρές που ειδικεύονται στην άρνηση των κινδύνων. Ολες οι χώρες, για παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι έχουν τις ασφαλέστερες πυρηνικές εγκαταστάσεις στον κόσμο. Οι εγγυητές αυτού του ταμπού είναι η επιστήμη της πυρηνικής ενέργειας και η οικονομία της πυρηνικής ενέργειας, εκείνοι ακριβώς που αιφνιδιάστηκαν από το μέγεθος της καταστροφής στην Ιαπωνία.
Μόνο οι «κομμουνιστικοί» πυρηνικοί αντιδραστήρες μπορούν να εκραγούν, δήλωσε το 1986 ο Φραντς-Γιόζεφ Στράους, αναφερόμενος στην καταστροφή του Τσερνόμπιλ. Τώρα όμως η καταστροφή έγινε στην Ιαπωνία, τη χώρα με την πιο προηγμένη τεχνολογία, τον καλύτερο εξοπλισμό και την πιο ανεπτυγμένη αίσθηση ασφάλειας. Τα γεγονότα της Φουκουσίμα κατέρριψαν τον μύθο της ασφάλειας που περιβάλλει τη σύγχρονη τεχνολογία. Στη Χιροσίμα, αυτός που κτύπησε ήταν ο εχθρός. Τι συμβαίνει όμως όταν η φρίκη απορρέει από το ίδιο το μοντέλο ανάπτυξης της κοινωνίας; Αυτοί που θέτουν στη συγκεκριμένη περίπτωση σε κίνδυνο το έθνος είναι οι ίδιοι οι εγγυητές του δικαίου, της τάξης, της δημοκρατίας.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι τρομακτικές εικόνες της Ιαπωνίας προκαλούν «αδικαιολόγητους φόβους». Οι άνθρωποι αυτοί αγνοούν την πολιτική δυναμική της υποτιμημένης αυτοκαταστροφικής ικανότητας του βιομηχανικού καπιταλισμού. Πολλοί κίνδυνοι – χαρακτηριστικό παράδειγμα: η ραδιενέργεια – είναι αόρατοι, διαφεύγουν της καθημερινής παρατήρησης. Με την έννοια αυτή, ούτε τα αντιπυρηνικά κινήματα ούτε η κοινή γνώμη μπορούν να αλλάξουν την πορεία της πυρηνικής πολιτικής. Ο μεγαλύτερος εχθρός της πυρηνικής βιομηχανίας δεν είναι οι διαδηλωτές που εμποδίζουν τη μεταφορά των πυρηνικών αποβλήτων. Είναι η ίδια η πυρηνική βιομηχανία!