Η Ευρωπαϊκή Ένωση προέτρεψε με ανακοίνωσή της χτες Τρίτη, τον πρόεδρο της Ακτής Ελεφαντοστού, Αλασάνε Ουαταρά, να προχωρήσει άμεσα στο σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που θα επαναφέρει στο δρόμο της ανασυγκρότησης τη βαριά πληγωμένη από τις πολεμικές συγκρούσεις χώρα της αφρικανικής ηπείρου, ενώ παράλληλα δεσμεύθηκε να στηρίξει έμπρακτα τη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, η οποία εκδόθηκε μετά τη λήξη των εργασιών του Συμβουλίου των Ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών στο Λουξεμβούργο, ο πρόεδρος Ουαταρά, που τη Δευτέρα εκτόπισε τελικά από την εξουσία, μετά από πολεμικές συγκρούσεις τεσσάρων μηνών, τον Γκμπαγμπό, που αρνείτο να αποχωρήσει παρά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές, έχει πλέον την ιστορική ευκαιρία να επουλώσει τα τραύματα από το βαθύ διχασμό στη χώρα του.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδέχεται με ικανοποίηση τη δέσμευση του Προέδρου Ουαταρά να εργαστεί για να αποκαταστήσει την εθνική συμφιλίωση, δηλώνει έτοιμη να στηρίξει την προσπάθεια της προτεινόμενης Επιτροπής Διαφάνειας και Συμφιλίωσης και ενθαρρύνει τον Πρόεδρο Ουαταρά, να προχωρήσει στο σχηματισμό κυβέρνησης ευρείας αποδοχής, που θα αντιπροσωπεύει όλες τις περιοχές της χώρας και όλες τις πολιτικές παρατάξεις», αναφέρεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά τη σύνοδο των ΥΠ.ΕΞ. της Ένωσης.
Η ευρωπαϊκή κοινότητα, που είχε προχωρήσει στην επιβολή περιοριστικών κυρώσεων στην Ακτή Ελεφαντοστού όσο διαρκούσε η διαμάχη της διεθνούς κοινότητας με τον προηγούμενο πρόεδρο Γκμπαγμπό, που αρνείτο να παραδώσει την εξουσία μη αναγνωρίζοντας την εγκυρότητα του εκλογικού αποτελέσματος, σκέφτεται πλέον να χαλαρώσει τα περιοριστικά μέτρα και να προχωρήσει στο σχεδιασμό προγραμμάτων ανάπτυξης για την ταλαιπωρημένη δυτικο-αφρικανική χώρα το συντομότερο δυνατό, όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση.
Σε σχέση με τις αναφορές για ακρότητες που διαπράχθηκαν εις βάρος πολιτών, από τις δυνάμεις και των δύο πλευρών, η ΕΕ κάλεσε τη Διεθνή Επιτροπή Διερεύνησης παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συστάθηκε αυτό το μήνα από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, να πραγματοποιήσει έρευνα για την αξιοπιστία των καταγγελιών όσο το δυνατόν πιο σύντομα.