Αυτή τη στιγμή την περίμεναν εδώ και καιρό οι πολίτες του Ιράν αλλά και οι γερμανοί πολιτικοί και επιχειρηματίες: ύστερα από πολυετή αποκλεισμό λόγω των κυρώσεων για το πυρηνικό του πρόγραμμα, το Ιράν μπορεί πλέον να εισέλθει στις διεθνείς αγορές και να ανοίξει την οικονομία του. Και η Γερμανία, η οποία πριν από την επιβολή των κυρώσεων αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους επιχειρηματικούς εταίρους της χώρας, αποβλέπει τώρα σε οικονομικές συμφωνίες δισεκατομμυρίων.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, οι ανάγκες του Ιράν είναι αυτή τη στιγμή υπέρογκες, είτε πρόκειται για αυτοκίνητα, είτε για μηχανήματα είτε για τον τομέα της υγείας. Το πράσινο φως που άναψε η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας το Σάββατο στη Βιέννη ανοίγει μια αγορά 80 εκατομμυρίων ανθρώπων. Σε αυτή την προοπτική οι ελπίδες της Γερμανίας είναι μεγάλες. Το περασμένο καλοκαίρι ο αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ήταν ένας από τους λίγους πολιτικούς της Δύσης που επισκέφθηκαν την Τεχεράνη. Εκεί τον υποδέχθηκε μία μεγάλη αντιπροσωπία αρμόδια για θέματα οικονομίας.
Τώρα οι σχέσεις πρέπει να αποκατασταθούν γρήγορα, τονίζει ο υπεύθυνος για θέματα εξωτερικής οικονομικής πολιτικής του γερμανικού Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου Φόλκερ Τράιερ: «Βραχυπρόθεσμα μπορούν να αποβλέπουν οι γερμανικές επιχειρήσεις σε συναλλαγές ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ, μακροπρόθεσμα οι συναλλαγές των εξαγωγών θα μπορούσαν να φτάσουν στα 10 εκατομμύρια».
Το Ιράν θα πρέπει τώρα να ανανεώσει τις τεχνικές του εγκαταστάσεις, τη βιομηχανία δομικών υλών, τη διαχείριση του νερού, το ενεργειακό σύστημα και τον τομέα της υγείας. Σε όλους αυτούς τους τομείς οι επιχειρήσεις των δυτικών χωρών θα μπορούσαν να εμπλακούν με σημαντικά οικονομικά οφέλη.
Αυτή την εξέλιξη δεν θα μπορούσε ωστόσο να μην επισκιάσει η παγκόσμια πτώση της τιμής του πετρελαίου, γεγονός που επιβαρύνει την κατάσταση των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, μεταξύ των οποίων και το Ιράν. Εάν η τιμή του μαύρου χρυσού εξακολουθήσει να πέφτει, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει και τις εξαγωγές προς το Ιράν λόγω της χαμηλής ζήτησης στη χώρα. «Η άρση των κυρώσεων έρχεται σε μια ιδιαίτερα δυσμενή στιγμή για την αγορά πετρελαίου» σημειώνει ο ειδικός στις πρώτες ύλες της γερμανικής τράπεζας Commerzbank Όιγκεν Βάινμπεργκ.
Ωστόσο οι γερμανοί εξαγωγείς παραμένουν αισιόδοξοι. «Το Ιράν διαθέτει επαρκή αποθέματα και είναι φερέγγυο. Επενδύσεις που θα αποβλέπουν στην ανανέωση των δομών είναι επιτακτικές» πιστεύει ο εκπρόσωπος της Ομοσπονδιακής Ένωσης Εξαγωγικού Εμπορίου Αντρέ Σβαρτς. Η Ένωση προβλέπει για τα επόμενα τέσσερα με πέντε χρόνια αύξηση της αξίας των γερμανικών εξαγωγών προς το Ιράν από 2,4 σε 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Στη νέα κατάσταση επιθυμούν να εμπλακούν, εκτός από τις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η VW, η Audi ή η BMW, ο κλάδος των Logistics αλλά και ο τομέας της αγροτικής παραγωγής. Ήδη ο γερμανός υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Κρίστιαν Σμιντ ανακοίνωσε από το Βερολίνο τη δημιουργία άμεσων οικονομικών σχέσεων.
Τη δεκαετία του 1970 το Ιράν αποτελούσε για τη Γερμανία τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά εξαγωγών εκτός Ευρώπης μετά τις ΗΠΑ. Ωστόσο εδώ και καιρό αυτό είχε πάψει να ισχύει. Μόλις πριν από τις κυρώσεις, το Ιράν εισήγαγε το 2005 γερμανικά προϊόντα ύψους 4,4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το 2014 η αξία τους έπεσε στα 2,4 δισεκατομμύρια. Τώρα η Γερμανία ελπίζει στον τετραπλασιασμό αυτών τιμών αποβλέποντας σε μια στενότερη οικονομική συνεργασία με το κράτος της δυτικής Ασίας.