Περισσότεροι από 70.000 άμαχοι εκτοπίστηκαν και οι 50.000 από αυτούς έχουν μείνει άστεγοι, μετά την εντατικοποίηση, εδώ και τρεις μήνες, των βομβαρδισμών και των αεροπορικών επιδρομών στη νότια Συρία, ανακοίνωσε σήμερα ο ΟΗΕ.
«Τους τρεις τελευταίους μήνες, η εντατικοποίηση των βομβαρδισμών και των αεροπορικών επιδρομών στη νότια Συρία προκάλεσε τον μαζικό εκτοπισμό αμάχων», είπε ο Έντουαρντ Κάλον, ο συντονιστής των Ηνωμένων Εθνών για ανθρωπιστικά ζητήματα, ο οποίος εδρεύει στην Ιορδανία.
«Υπολογίζουμε ότι 70.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και πολλοί από αυτούς εκτοπίζονται για δεύτερη ή και τρίτη φορά«, πρόσθεσε. Οι 50.000 από αυτούς έχουν βρεθεί άστεγοι «κάτω από δύσκολες συνθήκες», στην καρδιά του χειμώνα.
Στην ανακοίνωσή του ο Κάλον εκφράζει επίσης την ανησυχία του γιατί λόγω των αεροπορικών επιδρομών έχουν υποβαθμιστεί οι παρεχόμενες υπηρεσίες πρώτης ανάγκης. Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, τους τελευταίους μήνες έχουν υποστεί ζημιές περισσότερα από πέντε κέντρα παροχής υπηρεσιών υγείας.
Ο Κάλον διευκρίνισε ότι ο ΟΗΕ και οι συνεργαζόμενες με αυτόν οργανώσεις έχουν προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια σε χιλιάδες πληγέντες, μέσω της Ιορδανίας. Κουβέρτες, χειμωνιάτικα ρούχα και διάφορα οικιακά είδη μοιράστηκαν σε 7.000 παιδιά και 25.000 ενήλικες. Δόθηκαν επίσης 13.000 μερίδες τροφίμων και 25.000 δέματα με είδη προσωπικής υγιεινής.
«Ο ΟΗΕ και οι εταίροι του ανησυχούν βαθιά για το ανθρώπινο κόστος από τη συνέχιση των εχθροπραξιών μεταξύ της συριακής κυβέρνησης και των δυνάμεων της αντιπολίτευσης», είπε υπογραμμίζοντας ότι είναι «επείγουσα» ανάγκη να βρεθεί μια πολιτική λύση που θα οδηγήσει στον τερματισμό των συγκρούσεων.
Από τον πόλεμο στη Συρία εκτιμάται ότι έχουν σκοτωθεί 250.000 άνθρωποι. Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περισσότεροι από 1.000 άμαχοι σκοτώθηκαν από τις ρωσικές αεροπορικές επιδρομές τους τελευταίους τέσσερις μήνες.
Οι δυνάμεις του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ, με την υποστήριξη της ρωσικής Πολεμικής Αεροπορίας, έχουν εντείνει τις επιθέσεις τους εναντίον θέσεων των ανταρτών στα νότια της χώρας, ιδίως στην επαρχία Ντεράα.