Δραματική αύξηση παρουσίασε μέσα στο 2015 ο αριθμός των ποινικών αδικημάτων με ακροδεξιά, ξενοφοβικά, ρατσιστικά και αντισημιτικά κίνητρα, στην Αυστρία.
Σύμφωνα με τον διευθυντή της Αυστριακής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος και Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας, Πέτερ Γκρίντλινγκ, ο αριθμός αυτών των αδικημάτων αυξήθηκε πέρυσι κατά 54,1% σε σχέση με το 2014 και έφτασε τα 1.156 έναντι των 750 ένα χρόνο νωρίτερα, ενώ το ποσοστό εξιχνίασης των εγκλημάτων αυξήθηκε από το 59,7% σε 65,1%.
Ένα απόλυτο ρεκόρ κατέγραψε με 1.691, ο αριθμός των μηνύσεων για ακροδεξιά αδικήματα, από τα οποία τα 953 σχετίζονταν με τον αποκαλούμενο Νόμο Ναζιστικής Απαγόρευσης και 695 με τον Ποινικό Κώδικα ( και από αυτά τα 282 για υποδαύλιση μίσους και τα 289 για βλάβη ξένης περιουσίας).
Τα αδικήματα διακρίνονται ως ακροδεξιά σε ποσοστό 45,2%, ως ξενοφοβικά-ρατσιστικά σε ποσοστό 27,9%, 3,6% ως αντισημιτικά και κατά 2,7% ως ισλαμοφοβικά, ενώ ο αριθμός των αδικημάτων που είχαν καταγγελθεί στην ειδική υπηρεσία για “ναζιστική επαναδραστηριοποίηση” στο Διαδίκτυο, ανήλθε σε 3.913, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 16,7% σε σχέση με το 2014.
Κατά την παρουσίαση της σχετικής έκθεσης επισημάνθηκε η εμφάνιση μίας “νέας Ακροδεξιάς”, η οποία μέσα από το Διαδίκτυο και διαδραστικές ενέργειες προσπαθεί να αναπτύξει μία “κουλτούρα ποπ” με ακροδεξιά περιεχόμενα για νέους και νεαρούς ενήλικες, με στόχο τη διάδοση θεμάτων που προκαλούν ξενοφοβία και γενικότερους φόβους μέσα στην κοινωνία.
Σύμφωνα με την έκθεση, το θέμα του ασύλου και των προσφύγων προκάλεσε την περασμένη χρονιά στην Αυστρία μία “αποχαλίνωση” ξενοφοβικών βιαιοτήτων και εκδικητικότητας, από κύκλους προσώπων χωρίς καθόλου, ή ελάχιστη μόνον, σχέση με ιδεολογίες.
Σε σχέση με θρησκευτικά υποκινούμενο ισλαμικό φονταμελισμό και τρομοκρατία, η έκθεση αναφέρει 259 άτομα τα οποία έως το τέλος του 2015 είχαν μεταβεί ή προτίθεντο να μεταβούν από την Αυστρία στους τζιχαδιστές στη Συρία ή στο Ιράκ, με 41 από αυτούς να έχουν εμποδιστεί να αναχωρήσουν, 79 να έχουν επιστρέψει στην Αυστρία και 43 πιθανώς να έχουν χάσει τη ζωή τους στην περιοχή της κρίσης.
Όπως επισήμανε, κατά την παρουσίαση της έκθεσης, ο γενικός διευθυντής Δημόσιας Ασφάλειας του αυστριακού στο αυστριακό υπουργείο Εσωτερικών, Κόνραντ Κόγκλερ, προκλήσεις από τη σκοπιά της κρατικής ασφάλειας συνιστούν το μεταναστευτικό κύμα που ενέσκηψε πέρυσι στη χώρα, η διάσπαση της κοινωνίας αλλά και η εξέλιξη της τεχνολογίας στην κοινωνία (με την εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο, την εγκληματικότητα διασποράς μίσους στο Διαδίκτυο και στη στράτευση τρομοκρατών).
Ο ίδιος χαιρέτισε τις προσπάθειες για συνοριακή διαχείριση, τονίζοντας ως σημαντική την ένταξη στην κοινωνία των πολλών νέων ανδρών που καταφθάνουν στη χώρα, κάτι, που, όπως σημείωσε, εάν αποτύχει, αυτοί θα είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στη στρατολόγηση τους από εξτρεμιστές.
Ο αυστριακός “Νόμος περί ναζιστικής επαναδραστηριοποίησης” ή “Νόμος ναζιστικής απαγόρευσης”, είχε ψηφιστεί αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 8 Μαΐου του 1945, από την πρώτη (προσωρινή) αυστριακή κυβέρνηση και με αυτόν απαγορευόταν το ναζιστικό κόμμα και ρυθμιζόταν νομικά η αποναζιστικοποίηση της Αυστρίας.
Ο νόμος, που είναι ενσωματωμένος στο αυστριακό Σύνταγμα και είχε τροποποιηθεί το 1947 και τελευταία το 1992, προβλέπει την επιβολή αυστηρών ποινών για οποιαδήποτε δράση σχετιζόμενη με τον εθνικοσοσιαλισμό.
Με βάση αυτό το νόμο είχαν διαλυθεί επίσημα και είχαν απαγορευτεί μετά τον πόλεμο όλες οι ναζιστικές ή “συγγενείς”οργανώσεις και είχαν κατασχεθεί υπέρ του αυστριακού κράτους οι περιουσίες τους, ενώ απαγορεύεται μια επανίδρυση ή επαναδραστηριοποίηση για εθνικοσοσιαλιστικούς σκοπούς.