Άμεση χρηματοδοτική στήριξη των γαλακτοπαραγωγών, που πλήττονται από τη δραματική πτώση της τιμής του γάλακτος, ανακοίνωσε μετά το πέρας της συνόδου για το γάλα στο Βερολίνο ο γερμανός υπ. Γεωργίας Σμιτ.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, άμεση κρατική χρηματική ενίσχυση ύψους τουλάχιστον 100 εκατομμυρίων ευρώ πρόκειται να λάβουν οι γερμανοί γαλακτοπαραγωγοί. Για το ακριβές ύψος του ποσού θα διεξαχθούν περαιτέρω συζητήσεις, δήλωσε ο γερμανός υπουργός Γεωργίας Κρίστιαν Σμιτ μετά την ολοκλήρωση της «Συνόδου Κορυφής» για το γάλα, στο πλαίσιο της οποίας διαπραγματεύθηκαν εκπρόσωποι των κτηνοτρόφων, των γαλακτοκομικών μονάδων και των εμπόρων σήμερα στο Βερολίνο. Προκειμένου να μπορέσουν οι παραγωγοί να αντεπεξέλθουν στην οικονομική στενότητα που δημιουργεί η κατακόρυφη πτώση της τιμής του γάλακτος τους τελευταίους μήνες, το πακέτο βοήθειας πρόκειται να περιλάβει πρόσθετες εγγυήσεις και φορολογικές ελαφρύνσεις.
Οι τιμή πώλησης του γάλακτος από τους παραγωγούς στη Γερμανία έχει υποχωρήσει κατά τόπους κάτω από τα 20 σεντ ανά λίτρο. Προκειμένου να καλύπτονται τα έξοδα παραγωγής των κτηνοτρόφων απαιτείται μια ελάχιστη τιμή της τάξης των 35 σεντ ανά λίτρο.
H κατακόρυφη πτώση της τιμής του γάλακτος κατά τους προηγούμενους μήνες δεν έχει σημάνει συναγερμό μόνο στις τάξεις των γερμανών παραγωγών. Η εξέλιξη αυτή καταγράφεται με ανησυχία και από την πλευρά των αρμόδιων πολιτικών. Ως εκ τούτου, ο γερμανός υπουργός Γεωργίας Κρίστιαν Σμιτ αποφάσισε να συγκαλέσει τη σύνοδο στο Βερολίνο, σε αναζήτηση διεξόδων από μια κρίση που απειλεί χιλιάδες κτηνοτροφικές μονάδες.
Ο γερμανός υπουργός Γεωργίας και οικοδεσπότης της συνόδου έχει τονίσει κατ’ επανάληψη ότι μόνο μια αισθητή μείωση της παραγόμενης ποσότητας γάλακτος μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο των τιμών. Αυτό βρίσκει σύμφωνους τους γαλακτοπαραγωγούς, οι οποίοι ωστόσο επιρρίπτουν στους αρμόδιους πολιτικούς ότι συνέβαλαν στην αύξηση της παραγωγής γάλακτος από τους παραγωγούς στην ΕΕ.
Όπως επισημαίνει ο Ρόμουαλντ Σάμπερ, πρόεδρος του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Ιδιοκτητών Γαλακτοπαραγωγών Ζώων (BDM), από τη μία εξαιτίας της κατάργησης της ποσόστωσης στην παραγωγή γάλακτος στην ΕΕ, και από την άλλη επειδή δεν έπαυαν να επαναλαμβάνουν στους παραγωγούς ότι θα μπορούσαν να αναζητήσουν νέες αγορές για την πώλησή του γάλακτος διεθνώς. Όπως υπογράμμισε ο Ρόμουαλντ Σάμπερ, «η Ευρώπη αύξησε από το 2014 κατά 10 και πλέον εκατομμύρια τόνους την παραγωγή γάλακτος. Και αυτό σε μια παγκόσμια αγορά εύρους μόλις 50 έως 53 εκατομ. τόνων. Δηλαδή προσθέσαμε ακόμη 20% και αυτή είναι μια ποσότητα που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να πωληθεί παγκοσμίως».
Πολλοί στρέφουν το βλέμμα τους για την επίλυση του προβλήματος στις γαλακτοκομικές μονάδες. Αυτές αποτελούν ένα είδος ενδιάμεσου κρίκου, καθώς διαπραγματεύονται σε πρώτη φάση με τους κτηνοτρόφους και στο τέλος με τους εμπορικούς κολοσσούς που διαθέτουν το γάλα στον καταναλωτή. Η γαλακτοκομική μονάδα καταβάλλει τα χρήματα για το γάλα που παρέλαβε από τον παραγωγό κατά κανόνα τον μήνα που ακολουθεί. Στις συναλλαγές μεταξύ παραγωγών και γαλακτοκομικών μονάδων αντικατοπτρίζεται μεταξύ άλλων η εκάστοτε εικόνα της αγοράς. Εκ των μεγαλύτερων αγοραστών γάλακτος είναι ο τομέας του λιανικού εμπορίου. Ωστόσο, πολύ γάλα αγοράζουν και μεταποιητικές επιχειρήσεις, για παράδειγμα εταιρείες παρασκευής κατεψυγμένης πίτσας που χρησιμοποιούν τόνους τυριού. Η μισή της παραγόμενης ποσότητας γάλακτος πωλείται από τις γαλακτοκομικές μονάδες εκτός γερμανικών συνόρων.
Οι συνθήκες αγοράς του γάλακτος για τους κτηνοτρόφους εξαρτώνται αποφασιστικά από τη στάση των γαλακτοκομικών μονάδων έναντι των αγοραστών, οι οποίοι είναι κατά κανόνα μεγάλες εμπορικές αλυσίδες, που επιδιώκουν κάθε φορά τη χαμηλότερη δυνατή τιμή για το γάλα που αγοράζουν.
Σε κάθε περίπτωση το ενδεχόμενο να επανέλθει η ποσόστωση στο γάλα απορρίπτεται κατηγορηματικά από τον γερμανό υπουργό Γεωργίας, ενώ ούτε ο Γερμανικός Αγροτικός Σύνδεσμος δείχνει να κόπτεται ιδιαίτερα για μια τέτοια επιλογή. Άλλωστε η ποσόστωση είχε και στο παρελθόν μικρή επίδραση στην τιμή, υπογράμμισε ο Μπιόρν Μπέργκερμαν, εκπρόσωπος του Γαλακτοκομικού Βιομηχανικού Συνδέσμου, στον οποίο υπάγονται οι γαλακτοκομικές μονάδες. Όπως σημείωσε, «για παράδειγμα, η ποσόστωση στο γάλα δεν μας προστάτεψε το 2009 από χαμηλές τιμές». Ο ίδιος τόνισε ακόμη ότι ενδεχόμενη μείωση της παραγόμενης ποσότητας γάλακτος στη Γερμανία επίσης δεν θα είχε αποτέλεσμα, δεδομένου ότι τόσο εντός ΕΕ όσο και διεθνώς η παραγωγή παραμένει υπερβολικά υψηλή.