Μικρό προβάδισμα υπέρ της εξόδου, αγωνία μέχρι τέλους για το αποτέλεσμα
Στην τελική ευθεία πριν το βρετανικό δημοψήφισμα της ερχόμενης Πέμπτης για την παραμονή ή όχι της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η σύγκρουση μεταξύ των υποστηρικτών και των οπαδών του Brexit και του Bremain κορυφώνεται εντός και εκτός Βρετανίας.
Όλα τα τελευταία γκάλοπ δείχνουν μια ξαφνική στροφή των Βρετανών υπέρ της εξόδου της χώρας τους από την ΕΕ, με το προβάδισμα του Brexit να είναι σταθερό από πέντε έως και 12 μονάδες και τους υποστηρικτές της παραμονής να εναποθέτουν πλέον τις ελπίδες τους στην επανάληψη του καθολικού φιάσκου που υπέστησαν οι εταιρίες δημοσκοπήσεων στις περυσινές βουλευτικές εκλογές, όταν προέβλεπαν θρίλερ με απόλυτη ισοπαλία μεταξύ Συντηρητικών και Εργατικών, αλλά αντ’ αυτού προέκυψε μια εύκολη νίκη του Κάμερον.
Χαρακτηριστική είναι όμως και η εκτράχυνση στο μεταξύ του προεκλογικού κλίματος στη χώρα, όσο πλησιάζει η ώρα της αναμέτρησης στις κάλπες. Οι αντιπαραθέσεις στη Βουλή μεταξύ των δυο ευρών εκφεύγουν των συνηθισμένων ορίων.
Ενώ το θερμόμετρο ανεβαίνει πια και στους δρόμους, με χαρακτηριστικότερο το προχθεσινό «θερμό επεισόδιο» στον ποταμό Τάμεση του Λονδίνου, όταν εκατοντάδες σκάφη υποστηρικτών των δυο πλευρών αναμετρήθηκαν σε μια απρόσμενη «ναυμαχία», με πρωταγωνιστές τον φανατικό υποστηρικτή του Brexit και επικεφαλής των Βρετανών ευρωσκεπτικιστών, Νάιτζελ Φάρατζ και τον πασίγνωστο μουσικό Μπομπ Γκέντολφ, «μαχητή του Bremain. Τα σκάφη που επέβαιναν συγκρούστηκαν μάλιστα μεταξύ τους.
Ούτε οι αλλεπάλληλες δηλώσεις – εκκλήσεις κορυφαίων Ευρωπαίων πολιτικών υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ, ούτε το κλίμα αναταραχής που επικρατεί σχεδόν σε όλες τις διεθνείς αγορές προεξοφλώντας ήδη ένα μέρος των συνεπειών του αρνητικού σεναρίου, ούτε η πανστρατιά Βρετανών πολιτικών, ενεργών και πρώην υπέρ του Bremain, δείχνουν ικανά προς το παρόν να αλλάξουν τη φορά των πραγμάτων, ενώ κυβερνήσεις, παγκόσμιοι θεσμοί, τράπεζες και επιχειρηματικοί κολοσσοί προετοιμάζονται για όλα τα ενδεχόμενα.
Παράλληλα, αρνητική στο κλίμα εντός Βρετανίας είναι και η επίδραση των τελευταίων τρομοκρατικών επιθέσεων στο Ορλάντο των ΗΠΑ και στη Γαλλία.
Τα επιχειρήματα
Πάνω στο τελευταίο εστιάζεται και το ένα από τα δυο πιο σοβαρά επιχειρήματα των υποστηρικτών του Brexit και που αφορά τη ραγδαία βελτίωση των όρων εσωτερικής ασφάλειας της χώρας, στην περίπτωση εξόδου της από την ΕΕ. Τούτο θα οδηγήσει στην άρση των κανόνων ελεύθερης διακίνησης των πολιτών, αναγκάζοντας σε απέλαση μεγάλο αριθμό ξένων και κυρίως μουσουλμάνων, που είναι και οι πλέον ύποπτοι για την εκδήλωση τρομοκρατικών ενεργειών.
Οι Βρετανοί νιώθουν ιδιαίτερα ανασφαλείς λόγω των αλλεπάλληλων επιθέσεων τρομοκρατών του ΙSIS στην «καρδιά της Ευρώπης», δεν είναι ικανοποιημένοι με τις ειδικές προστατευτικές ρυθμίσεις που εξασφάλισε ο πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον από τους Ευρωπαίους τον Φεβρουάριο για να περισταλεί το μεταναστευτικό κύμα προς τη χώρα τους και ελπίζουν ότι εκτός ΕΕ πολύ απλά θα μπορέσουν να θωρακίσουν τα σύνορά τους, μειώνοντας καίρια την τρομοκρατική απειλή.
Το δεύτερο επιχείρημα των οπαδών του Brexit αφορά τον απεγκλωβισμό της χώρας από την επικυριαρχία της γερμανικής λογικής της λιτότητας και του ασφυκτικού ελέγχου των εθνικών προϋπολογισμών από τις Βρυξέλες. Η ελευθερία και η ανεξαρτητοποίηση από τους περιορισμούς που θέτει η συμμετοχή στην ΕΕ «ερεθίζει» τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των Βρετανών.
Εδώ πολλοί αναλυτές καταλογίζουν τραγικά πολιτικά και επικοινωνιακά λάθη Ευρωπαίων πολιτικών ηγετών και άλλων αξιωματούχων, που απείλησαν δημόσια τους Βρετανούς με φόντο τις συνέπειες για τη χώρα και τους ίδιους στο ενδεχόμενο που θα αποφασίσουν υπέρ του Brexit. Παραγνωρίζοντας το ταπεραμέντο των Βρετανών, καθώς και την παραδοσιακή αντιπαλότητα Βρετανίας – Γερμανίας, στο συγκεκριμένο λάθος πρώτος υπέπεσε ο Σόιμπλε.
Ο οποίος πριν από ένα μήνα απείλησε τους Βρετανούς ψηφοφόρους για το ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα προσδιορίσει μη αναστρέψιμη εξέλιξη και κατά συνέπεια, αν ψηφίσουν υπέρ του Brexit, δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία να διορθώσουν τα πράγματα.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η παραπάνω, όπως και άλλες δηλώσεις που έθιξαν το πάντα ευαίσθητο εθνικό συναίσθημα των Βρετανών, συνέβαλαν στη έκρηξη του ευρωσκεπτιστικού, αλλά εν συνεχεία και του αντιευρωπαϊκού – αντιγερμανικού ρεύματος.
Οι απανταχού ευρωσκεπτικιστές δίνουν «τη μητέρα των μαχών» στο Βρετανικό δημοψήφισμα, ποντάροντας στο ότι η απόφαση για αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ θα σημάνει την αρχή του ξηλώματος του πουλόβερ για την Ένωση, την αναγέννηση των εθνών – κρατών και την αρχή του τέλος της γερμανικής κυριαρχίας στη «Γηραιά Ήπειρο». Μια πρωτιά της Λεπέν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές το Μάιο του 2017 και η τρίτη θέση των Γερμανών ευρωσκεπτικιστών του Afd στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017 είναι οι επόμενοι σταθμοί τους.
Ο ΤΡΑΜΠ ΣΤΗ ΓΚΑΣΚΟΒΗ ΤΗΝ ΕΠΑΥΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΛΠΗΣ
Πλήγμα το Brexit για τις σχέσεις ΕΕ – ΗΠΑ
Ενός Brexit «μύρια κακά» έπονται,. Για τις επιπτώσεις του καταρχήν στη βρετανική, αλλά και γενικότερα στην ευρωπαϊκή οικονομία, έχουν ήδη χυθεί τόνοι από μελάνι και έχουν καταναλωθεί χιλιάδες ώρες ανοιχτών συζητήσεων. Μια πολύ σοβαρή πτυχή τους πάντως, αφορά τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ΕΕ – ΗΠΑ.
Αυτό δεν αφορά την άποψη ότι το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα θα υποστεί καίριο πλήγμα και στην προληπτική σύνδεση από την επικεφαλής της Fed, Τζάνετ Γέλεν, της απόφασης για τη διατήρηση των αμερικανικών επιτοκίων στα σημερινά επίπεδα, ως ένα μέτρο απορρόφησης των επιπτώσεων που θα έχει στην αμερικανική οικονομία μια απόφαση των Βρετανών στο δημοψήφισμα υπέρ του Brexit. Ούτε με τις τελευταίες κινήσει στις αγορές, όπου μεγαλοεπενδυτές θωρακίζουν τα κεφάλαιά τους με αποσύρσεις από τις βρετανικές εταιρίες.
Έχει να κάνει με την ορατή απειλή κατάρρευσης του σχεδίου για την ΤΤΙΡ, τη συμφωνία δηλαδή για τη Διατλαντική Σχέση για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις, οι διαπραγματεύσεις για την οποία είναι σε οριακό σημείο έχουν διακοπεί ακριβώς λόγω του δημοψηφίσματος.
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Οι ΗΠΑ έχουν σε προνομιακή θέση στην εξωτερική τους πολιτική τη στρατηγική, γεωπολιτική και οικονομική, συνεργασία με το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Ομπάμα επιδιώκει την υπογραφή της συμφωνίας εντός του 2016 παρά τις ενστάσεις Γάλλων, Ιταλών και Αυστριακών κυρίως και τη γερμανική ουδετερότητα, καθώς η Μέρκελ δεν βιάζεται. Η Βρετανία στήριζε την πολιτική του Λευκού Οίκου και ο Ομπάμα είναι εξοργισμένος από την απάθεια, όπως τη χαρακτηρίζει, με την οποία οι Ευρωπαίοι διαχειρίστηκαν τα του βρετανικού δημοψηφίσματος. Η τύχη της ΤΤΙΡ, που θα έχει εκατέρωθεν αποτέλεσμα αύξηση του ΑΕΠ περίπου 0,5%, θα βρεθεί κατά πολλούς «στον αέρα» στην περίπτωση Brexit.
Παράλληλα, οι Βρετανοί είναι επίσης οι μόνοι από τους Ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ, που στήριξαν την προτροπή Ομπάμα να υπάρξει μια γενναία αύξηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ εξαιτίας της ρωσικής απειλής. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι άκουσαν τον πλανητάρχη, αλλά αρνήθηκαν να μπουν μαζί του στην «κούρσα».
Κα μπορεί η σχέση ΕΕ – ΗΠΑ να πληγεί, αλλά το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για τη Βρετανία θα παραμείνει σταθερό, παρότι δεν θα μπορεί πια να τη «χρησιμοποιεί» για να προωθεί έμμεσα τα σχέδιά της στη Ευρώπη. Ο πρώτος που θα βρεθεί στη Βρετανία, την επαύριο του δημοψηφίσματος είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, οπαδός του Brexit, έστω για να εγκαινιάσει ένα γήπεδο γκολφ στη Γλασκόβη.
Οι υπέρ και οι κατά
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, το βρετανικό δημοψήφισμα της επόμενης Πέμπτης θυμίζει σε κάποια σημεία του τουλάχιστον το περυσινό ελληνικό.
Κι αυτό παρά την παρουσία του… Γιάνη Βαρουφάκη σε ρόλο συμβούλου του προέδρου των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν, με άποψη κατά του Brexit. Η αναλογία που εμφανίζεται αφορά τη συσπείρωση του έμπειρου πολιτικού προσωπικού στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του Bremain. Πράγματι, πρώην πρωθυπουργοί και των δυο παραδοσιακών μεγάλων βρετανικών κομμάτων, Συντηρητικών και Εργατικών, όπως ο Τζον Μέιτζορ και ο Τόνι Μπλερ «όργωσαν» το νησί, ακόμα και από κοινού, προειδοποιώντας για τις επικίνδυνες συνέπειες ενός Brexit και την οπισθοχώρηση που θα σήμαινε για την οικονομία της χώρας.
Στην ίδια άλλωστε έντονη κινητικότητα έσπευσαν και οι ενεργοί πολιτικοί, με πρώτους τον πρωθυπουργό Ντ. Κάμερον και τον υπουργό Οικονομικών Όσμπορν, των αρχηγό των Εργατικών Κόρμπιν και τον προκάτοχό του Εντ Μίλιμπαντ, καθώς και το νέο δήμαρχο του Λονδίνου Σαντίκ Καν.
Όμως όλοι αυτοί, πλην ίσως του Καν, θεωρούνται από τους ψηφοφόρους είτε απευθείας εκπρόσωποι αφενός του παλιού πολιτικού συστήματος , του κατεστημένου δηλαδή, είτε στην καλύτερη περίπτωση, απλά των συστημικών βρετανικών κομμάτων. Έτσι, κατά τους αναλυτές, ο λαϊκίστικος λόγος των εκτός εξουσίας ευρωσκεπτικιστών γίνεται πιο ελκυστικός, αδικώντας ακόμα και το μέγεθος του διακυβεύματος για τη χώρα και τους πολίτες της.
Από την άλλη, η οικονομία και ειδικότερα ο βρετανικός βιομηχανικός και επιχειρηματικός κόσμος έχει επανειλημμένα σημειώσει τα οικονομικά οφέλη της παραμονής της χώρας στην ΕΕ. «Το αστείο με την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ παρατράβηξε», τόνιζαν πριν ένα μήνα με επιστολή τους στην εφημερίδα «The Independent» 19 κορυφαίοι Βρετανοί επιχειρηματίες, ανάμεσα τους οι Ρ. Μπράνσον της Virgin, Ν. Σέινγουολντ της Shell, τραπεζίτες του Σίτι και πολλοί πρώην πρόεδροι της Συνομοσπονδίας Βρετανικών Βιομηχανιών.
Επίσης, οι πιο εξωστρεφείς επιχειρήσεις, αλλά και τα συνδικάτα τάχθηκαν κατά του Brexit. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Διευθυντών Επιχειρήσεων (IoD), το 60% των μελών του τάσσεται υπέρ της παραμονής στην ΕΕ και 31% εναντίον. Η κοινή γνώμη ωστόσο επιμένει υπέρ του Brexit, έστω με «βραχεία κεφαλή».
Ο Κάμερον υπόλογος για τις… αυταπάτες του
Τι θα συμβεί με τον Ντέιβιντ Κάμερον την επαύριο του δημοψηφίσματος; Το ερώτημα έχει βέβαια αξία να απαντηθεί, κυρίως στην περίπτωση νίκης του Brexit, που κατά πολλούς θα πρέπει να σηματοδοτήσει την άρον – άρον εξαφάνιση του Κάμερον από το πολιτικό σκηνικό της χώρας του, καθώς η ήττα θα του χρεωθεί εξ ολοκλήρου. Πράγματι, πολλοί Βρετανοί αναλυτές θεωρούν ολέθρια τη συνολική στρατηγική του Κάμερον.
Που για να αναχαιτίσει το ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα στο κόμμα του, άνοιξε το θέμα του δημοψηφίσματος προεκλογικά, αυτοδεσμεύτηκε στο επικίνδυνο σενάριο, το οποίο στη συνέχεια δεν έδειξε την απαραίτητη ικανότητα να το διαχειριστεί επιτυχώς.
Πρωτίστως ο Κάμερον έχασε την εσωτερική μάχη στο κόμμα του. Κι αν κανείς θα καταλόγιζε στον πρώην δήμαρχο του Λονδίνου Μπ. Τζόνσον προσωπική ατζέντα, το γεγονός ότι επτά υπουργοί του προσχώρησαν στο στρατόπεδο του Brexit υποδηλώνει τουλάχιστον ερασιτεχνική προετοιμασία για να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις ενός τέτοιου πολιτικού ρίσκου. Χαρακτηριστικά, ο πιο στενός πολιτικός φίλος του Κάμερον, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μάικλ Γκόουβ έδωσε τέλος σε μια 30χρονη σχέση φιλίας και συμπόρευσης εξαιτίας του δημοψηφίσματος.
Ο δε υπουργός Περιβάλλοντος Τζορτζ Γιούστις, δήλωσε ότι ο πρωθυπουργός αυτοπαγιδεύτηκε στο Brexit, νομίζοντας ότι έφερε μια συμφωνία από τη διαπραγμάτευση για τη νέα σχέση ΕΕ – Βρετανίας, με τους Ευρωπαίους ηγέτες, που θα ικανοποιούσε και την κυβέρνηση και το κόμμα του και τους ψηφοφόρους του. Αλλά επρόκειτο για οδυνηρή αυταπάτη. Πέραν των υπουργών, 163 κυβερνητικοί βουλευτές τάχθηκαν υπέρ του Brexit έναντι 154 που πήραν θέση εναντίον.
Οι ψηφοφόροι των Συντηρητικών; 60% υπέρ της εξόδου.
Έτσι δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι ο Κάμερον έπεσε στην παγίδα που είχε ο ίδιος στήσει για τους πολιτικούς του αντιπάλους.