Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε σήμερα ότι η επιβολή ποινής φυλακίσεως σε παρανόμως διαμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας (μη μέλους της ΕΕ) ο οποίος δεν συμμορφώνεται προς διαταγή εγκαταλείψεως του εθνικού εδάφους χώρας της ΕΕ δεν είναι συμβατή προς την κοινοτική νομοθεσία.
Η απόφαση αυτή υιοθετήθηκε με αφορμή την ποινή φυλάκισης ενός έτους που επιβλήθηκε από τις αρχές της Ιταλίας σε βάρος του Χάσαν Ελ Ντρίντι, υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος εισήλθε παρανόμως στο έδαφός της Ιταλίας. Το 2004 εκδόθηκε απόφαση απελάσεώς του βάσει της οποίας το 2010 διετάχθη να εγκαταλείψει το ιταλικό έδαφος εντός προθεσμίας πέντε ημερών. Δεδομένου ότι δεν συμμορφώθηκε προς τη διαταγή αυτή, ο Ελ Ντρίντι καταδικάστηκε από το Tribunale di Trento (Ιταλία) σε φυλάκιση ενός έτους.
Στη συνέχεια το Εφετείο του Trento, ενώπιον του οποίου ο Ελ Ντρίντί άσκησε έφεση, ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να διευκρινίσει κατά πόσον η οδηγία για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (“οδηγία για την επιστροφή”) απαγορεύει εθνική νομοθεσία, η οποία προβλέπει την επιβολή ποινής φυλακίσεως σε παρανόμως διαμένοντα αλλοδαπό για τον μοναδικό λόγο ότι παραμένει, κατά παράβαση διαταγής εγκαταλείψεως του εθνικού εδάφους.
Κατόπιν τούτων το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε σήμερα ότι “τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για την αντιμετώπιση της αποτυχίας των αναγκαστικών μέτρων που ελήφθησαν προς εκτέλεση της αναγκαστικής απομακρύνσεως, να προβλέπουν στερητική της ελευθερίας ποινή, για τον μοναδικό λόγο ότι υπήκοος τρίτης χώρας εξακολουθεί, μετά την κοινοποίηση σε αυτόν διαταγής να εγκαταλείψει το εθνικό έδαφος και μετά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με αυτή τη διαταγή, να παραμένει παρανόμως εντός του εδάφους κράτους μέλους.
Τα κράτη αυτά οφείλουν να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να εκτελεσθεί η απόφαση περί επιστροφής, η οποία εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της”.