Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των τραπεζικών δοκιμασιών αντοχής την Παρασκευή φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οκτώ χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες εξακολουθούν να είναι ευάλωτες, αφού ποτέ δεν κατάφεραν να ανακάμψουν πλήρως μετά την κρίση, όπως οι αμερικανικές.
H Credit Suisse προειδοποιεί ότι το 25% των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι πιθανό να διαθέτει ανεπαρκή κεφάλαια στο δυσμενές σενάριο των τεστ αντοχής. Η προσοχή έχει στραφεί τους τελευταίους μήνες κυρίως στις ιταλικές τράπεζες. Ωστόσο, η Credit Suisse προειδοποιεί ότι είναι η Deutsche Bank και η Commerzbank αυτές που θα αποτελέσουν την αρνητική έκπληξη των στρες τεστ την Παρασκευή.
Προ εβδομάδων, το ΔΝΤ είχε χαρακτηρίσει την Deutsche Bank ως τη μεγαλύτερη δυνητική απειλή για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το Brexit είναι ένα ακόμη χτύπημα που δέχθηκε πρόσφατα η Deutsche Bank, η Βρετανία είναι η τρίτη σημαντικότερη αγορά της μετά τη γερμανική και την αμερικανική.
Η μετοχή της Deutsche Bank έχει υποχωρήσει 42,80% από την αρχή του έτους και κατά 57,53% στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών και εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 30 ετών όπου είχε υποχωρήσει στις 30 Ιουνίου. Πολλοί αναλυτές προειδοποιούν για την κεφαλαιακή επάρκεια της Deutsche Bank, η οποία κατέχει ορισμένα από τα πλέον περίπλοκα περιουσιακά στοιχεία και εμπορεύματα μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών. Σύμφωνα με το Bloomberg, το ποσοστό των βασικών ιδίων κεφαλαίων της (CET1) είχε ανέλθει τον περασμένο Μάρτιο στο 10,7%, δηλαδή είναι το τρίτο χαμηλότερο μεταξύ των 25 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών.
Στο τέλος του δευτέρου τριμήνου, το ποσοστό προβλέπεται ότι έχει αυξηθεί στο 10,8%, το οποίο είναι υψηλότερο από το ελάχιστο απαιτούμενο, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τον στόχο όπου θα πρέπει να βρεθεί το 2019. Μια πρόγευση των όσων θα ήταν δυνατό να συμβούν την Παρασκευή με τα στρες τεστ, θα μπορούσαν να πάρουν οι επενδυτές σήμερα, οπότε και η Deutsche Bank ανακοινώνει αποτελέσματα δευτέρου τριμήνου. Σύμφωνα με το Bloomberg, αναλυτές προβλέπουν ότι τα έσοδα της D.B. από επενδύσεις σταθερού εισοδήματος και από συνάλλαγμα, πρόκειται για τις μεγαλύτερες πηγές εισοδήματος της γερμανικής τράπεζας, υποχώρησαν στη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου κατά 13% σε σχέση με ένα έτος πριν και ότι θα διαμορφωθούν στο 1,95 δισ. ευρώ. Συγκριτικά, τα αντίστοιχα έσοδα των πέντε μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών είχαν αυξηθεί την ίδια περίοδο κατά 22%, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Στενά περιθώρια
Κατά τον κ. Μάρτιν Χέλμιχ, καθηγητή οικονομικών, ειδικευμένο στη διαχείριση κινδύνου στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, η Deutsche Bank είναι σαφές ότι έχει χαμηλότερη κεφαλαιακή επάρκεια από πολλές ανταγωνίστριές της. «Αν εξετάσουμε αυτό τον συνδυασμό – πολύ ισχυρούς δεσμούς με μεγάλο αριθμό πελατών παγκοσμίως, αλλά πολύ στενά περιθώρια από κεφαλαιακής απόψεως, τότε καταλαβαίνει κανείς την αξιολόγηση του ΔΝΤ», λέει ο κ. Χέλμιχ στην Deutsche Welle. Ιδιαίτερη απειλή θα μπορούσαν να αποτελέσουν για την Deutsche Bank οι επενδύσεις της σε παράγωγα. Πρόκειται για χρηματοπιστωτικά προϊόντα που χρησιμοποιούν επενδυτές ώστε να προφυλαχθούν από συναλλαγματικές διακυμάνσεις ή να ασφαλιστούν έναντι κινδύνου χρεοκοπίας.
«Η D.B. διαθέτει ένα πολύ περίπλοκο τμήμα επενδύσεων με πολύ μεγάλη έκθεση σε παράγωγα. Και δεν είναι σαφές πόσο μεγάλοι είναι οι κίνδυνοι που έχει αναλάβει με αυτό το χαρτοφυλάκιο», εξηγεί στην D.W. ο βετεράνος τραπεζίτης Κρίστοφερ Γουίλερ, ο οποίος αναλύει τράπεζες για λογαριασμό της Atlantic Equities στο Λονδίνο. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η D.B. τα παράγωγά της έχουν αξία 42 τρισ. ευρώ, δηλαδή έχει μία από τις μεγαλύτερες τοποθετήσεις σε παράγωγα παγκοσμίως.
Συγκριτικά, το γερμανικό ΑΕΠ είναι σχεδόν 3 τρισ. ευρώ. «Το γεγονός ότι η D.B. δραστηριοποιείται πολύ στον τομέα των παραγώγων, σημαίνει ότι υπάρχουν και υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίον βρίσκεται υπό πίεση», εξηγεί ο κ. Χέλμιχ. Προβλήματα όμως έχει και η Commerzbank, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας, που ανακοίνωσε χθες πτώση λειτουργικής κερδοφορίας το δεύτερο τρίμηνο στα 342 εκατ. ευρώ από 419 εκατ. ευρώ ένα έτος νωρίτερα. Η μετοχή της έχει υποχωρήσει κατά σχεδόν 42% από την αρχή του έτους.