Απεφάνθη το Ευρωδικαστήριο
Απερρίφθησαν σήμερα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προσφυγές πολιτών και επιχειρήσεων από την Κύπρο για το «κούρεμα καταθέσεων» του 2013.
Το δικαστήριο απεφάνθη ότι η Κομισιόν «δεν συνέβαλε σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των προσφευγόντων, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», όπως ακριβώς είχε κρίνει και στην πρώτη του απόφαση απόρριψης προσφυγών, στις 16 Οκτωβρίου του 2014 και λίγο αργότερα, στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους.
Τότε, το γενικό δικαστήριο έκρινε, αφενός ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτό πως ο ESM (δηλαδή ο χρηματοδότης του κυπριακού προγράμματος) είναι «θεσμικό όργανο» της ΕΕ, αφετέρου πως δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η δήλωση του Εurogroup της 25ης Μαρτίου 2013 αποτελεί διοικητική πράξη της Κομισιόν και της ΕΚΤ, ούτε ότι παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Οι ενάγοντες είχαν στραφεί κατά των λάθος φορέων, παρόλα αυτά προσέφυγαν και πάλι κατά των δύο αποφάσεων (16/10 και 10/11του 2014).
Ως εκ τούτου, με την σημερινή απόφαση, το Δικαστήριο επικυρώνει τις διατάξεις της 16ης Οκτωβρίου 2014, επί των προσφυγών ακυρώσεως κατά της δήλωσης της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013. Αντιθέτως, αναιρεί τις διατάξεις της 10ης Νοεμβρίου 2014, επί των αγωγών αποζημιώσεως, ενώ συγχρόνως, απορρίπτει επί της ουσίας τις εν λόγω αγωγές.
Στην πράξη, το δικαστήριο αποφάσισε, πως ο κίνδυνος από το «μη κούρεμα» για το δημόσιο συμφέρον, θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος και παραθέτει το εξής σκεπτικό: «Η υπογραφή του επίμαχου μνημονίου κατανόησης ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση, ήτοι στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού και της φύσεως των υπό εξέταση μέτρων καθώς και του άμεσου κινδύνου οικονομικής ζημίας τον οποίο θα διέτρεχαν οι καταθέτες των οικείων τραπεζών σε περίπτωση πτωχεύσεως αυτών, τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούν υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας των καταθετών, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ως αδικαιολόγητοι περιορισμοί του εν λόγω δικαιώματος».