Ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου μπορεί να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι το αποτέλεσμα της αμερικανικής κάλπης θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τις διατλαντικές σχέσεις.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, οι εμπειρίες που είχαν τα τελευταία 15 χρόνια οι Ευρωπαίοι με αμερικανούς προέδρους ήταν μάλλον απογοητευτικές. Αυτό ισχύει τόσο για την προεδρία του Ρεπουμπλικάνου Τζορτζ Μπους, όσο και του Δημοκρατικού Μπαράκ Ομπάμα. Οι δυο θητείες του Μπους σημαδεύτηκαν από τις διαμάχες για τον πόλεμο του Ιράκ και τη μάχη κατά της τρομοκρατίας. Ο προκάτοχός του Ομπάμα μάλιστα είχε φτάσει στο σημείο να διαχωρίσει τους Ευρωπαίους σε εκείνους που στήριζαν τη σκληρή γραμμή του και σε εκείνους που την απέρριπταν. Τα χρόνια εκείνα είχαν αναμφίβολα διχάσει την Ευρώπη σε μεγάλο βαθμό.
Όταν το 2009 περνούσε το κατώφλι του Λευκού Οίκου ο Μπαράκ Ομπάμα, πολλοί Ευρωπαίοι ήλπιζαν σε ένα νέο ξεκίνημα για τις διατλαντικές σχέσεις. Η τότε υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον μάλιστα είχε τύχει σχεδόν πανηγυρικής υποδοχής κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψή της στις Βρυξέλλες. Οι σχέσεις μεταξύ των δυο πλευρών είχαν αρχίσει να αναθερμαίνονται. Εντέλει όμως η προσδοκώμενη θερμή επαναπροσέγγιση ΗΠΑ και Ευρώπης δεν ήρθε ποτέ διότι ο Μπαράκ Ομπάμα δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται ουδόλως για την Ευρώπη. Η γηραιά ήπειρος δεν ήταν στις άμεσες προτεραιότητές του. Στο επίκεντρο της προσοχής του ήταν κυρίως η Ασία.
Ορισμένοι ελπίζουν τώρα σε μια αναγέννηση της διατλαντικής συμμαχίας. «Η Ευρώπη θα πρέπει να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα του επόμενου προέδρου διότι πρόκειται για την στρατηγικά σημαντικότερη συμμαχία που διαθέτουν οι ΗΠΑ», επισημαίνει η Έρικα Τσένογουεθ, ειδική σε θέματα πολιτικής ασφαλείας από το Πανεπιστήμιο του Ντένβερ. «Ο επόμενος πρόεδρος θα πρέπει να στραφεί προς την Ευρώπη, σε βαθμό που δεν έχει ξαναγίνει από τη δεκαετία του 1990».
Όποιος κι αν κερδίσει τις σημερινές εκλογές, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αναμένουν ορισμένες αλλαγές, εκτιμά ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, από το European Policy Centre των Βρυξελλών. Σε περίπτωση επικράτησης του Τραμπ «θα αλλάξουν πάρα πολλά, διότι οι θέσεις του είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες του νυν προέδρου και της έως τώρα διακυβέρνησης εν γένει», όπως λέει. Αλλαγές προβλέπει όμως και σε περίπτωση νίκης της Χίλαρι Κλίντον, «καθώς θα κυβερνούσε μια χώρα που είναι βαθιά διχασμένη». Αυτό, όπως εκτιμά ο ειδικός, θα ασκήσει πιέσεις στην ίδια «και θα επηρέαζε την εξωτερική της πολιτική».
Και ο Ρόναλντ Φρόιντενσταϊν, από το Martens Centre της βελγικής πρωτεύουσας που πρόσκειται στους Χριστιανοδημοκράτες προειδοποιεί για «την ψευδαίσθηση ότι υπό την Χίλαρι όλα θα παρέμεναν ως έχουν», παρότι όπως παραδέχεται, η επικράτηση Τραμπ θα έφερνε πολύ μεγαλύτερες αλλαγές. «Διότι η οργή για το κατεστημένο την οποία ενσαρκώνουν οι Τραμπ και Σάντερς είναι παράγοντες τους οποίους θα πρέπει να λάβει υπόψη και η Χίλαρι Κλίντον. Αυτό αφορά τόσο την οικονομική πολιτική και το εμπόριο όσο και την εξωτερική πολιτική. Μολονότι έχει σε αυτά τα πεδία πολύ πιο λογικές ιδέες από τον Τραμπ, η Κλίντον θα πρέπει να ασχοληθεί με την οργή πολλών Αμερικανών των κατώτερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων».
Στο πεδίο της πολιτικής ασφαλείας -για παράδειγμα έναντι της Συρίας ή της Ρωσίας- η Κλίντον θα συνέχιζε μάλλον ως ένα βαθμό την πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα, παράλληλα όμως θα ζητούσε από τους Ευρωπαίους να αναλάβουν «περισσότερες ευθύνες» στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής, πολιτικής ασφαλείας και άμυνας. Σε περίπτωση νίκης του Τραμπ αντίθετα, θα έπρεπε να αναμένει κανείς «ριζικές αλλαγές», όπως λέει ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, δηλαδή, ακόμη πιο σκληρή στάση της Ουάσιγκτον και ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία εξεύρεσης ενός κοινού παρονομαστή. Ο Ρόναλντ Φρόιντενσταϊν από την πλευρά του εκτιμά ότι «υπό τον Τραμπ η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα γίνει απρόβλεπτη».
Αμφότεροι οι ειδικοί εκτιμούν την ίδια ώρα ότι υπάρχουν αρκετοί παραλληλισμοί μεταξύ του Τραμπ και των ευρωσκεπτικιστικών, ακραίων και ξενοφοβικών κινημάτων στην Ευρώπη. Ο Ρόναλντ Φρόιντενσταϊν συνοψίζει αυτά τα κοινά «στην οργή κατά των ελίτ, το φόβο έναντι της παγκοσμιοποίησης (…)». Ο ίδιος προβλέπει ωστόσο ότι «η ζυγαριά θα γύρει κάποια στιγμή και πάλι προς την άλλη πλευρά, όταν θα διαφανεί ότι όλα αυτά τα λαϊκιστικά κινήματα απλώς δημιουργούν χάος».
Θα υπάρξει εντέλει έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια ψυχρότητας και πάλι μια αναγέννηση των διατλαντικών σχέσεων; Υπό τον Τραμπ σίγουρα όχι, συμφωνούν οι ειδικοί. Και υπό την Κλίντον δεν θεωρείται αυτονόητο ότι οι σχέσεις μεταξύ των δυο πλευρών θα γίνονταν και πάλι τόσο στενές όσο ήταν επί προεδρίας του συζύγου της, Μπιλ. Εντούτοις, όπως επισημαίνει ο Γ. Εμμανουηλίδης, τόσο η Κλίντον όσο και οι Ευρωπαίοι «γνωρίζουν ότι ο ένας χρειάζεται τον άλλο σε εποχές τόσο μεγάλης αβεβαιότητας διότι εντέλει δεν έχεις στο πλευρό σου τόσους πολλούς ισχυρούς συμμάχους».