Στα προβλήματα που προκαλεί η κακοκαιρία στους πρόσφυγες στα νησιά εστιάζει ο γερμανικός τύπος. Την ίδια ώρα επιβεβαιώνεται η πρόθεση της γερμανικής κυβέρνησης για εκ νέου έναρξη των επαναπροωθήσεων στην Ελλάδα.
«Ο σκληρότερος ελληνικός χειμώνας τα τελευταία πενήντα χρόνια θέτει τη χώρα της Μεσογείου ενώπιον υπαρξιακών ζητημάτων», γράφει στην ιστοσελίδα της η Welt εστιάζοντας ιδίως στα νησιά του Αιγαίου και τους πρόσφυγες που ζουν εκεί σε ετοιμόρροπους προσφυγικούς καταυλισμούς. Αν σκεφτεί κανείς ότι σε πολλά νησιά υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στη θέρμανση και την ηλεκτροδότηση για τους απλούς κατοίκους, δεν είναι δύσκολο να εικάσουμε πώς είναι η κατάσταση που επικρατεί στα προσφυγικά καταλύματα, ιδίως στη Λέσβο και τη Χίο. «Ο Έλληνας υπ. Μετανάστευσης Γιάννης Μουζάλας είχε δηλώσει στις αρχές Ιανουαρίου ότι κανένας πρόσφυγας δεν θα παγώσει. Ωστόσο ισχύει το αντίθετο. (…) Aρχικά ο ο υπουργός ήθελε να σχηματίσει ο ίδιος εικόνα της κατάστασης, αλλά το αεροπλάνο του δεν κατάφερε να προσγειωθεί στη Λέσβο λόγω κακοκαιρίας. Εν τέλει οι ΜΚΟ που συνδράμουν τους πρόσφυγες αλλά και οι ίδιοι οι πρόσφυγες με αναρτήσεις τους στο facebook και το twitter περιγράφουν τη δυστυχία που επικρατεί εκεί».
Όπως γράφει η Deutsche Welle, για το ίδιο θέμα η Zeit Online σε άρθρο της με τίτλο «Χωρίς προστασία ενάντια στην αδιαφορία και το κρύο» σημειώνει: «Χιλιάδες πρόσφυγες είναι ακινητοποιημένοι στην Βαλκανική Οδό. Ξεχασμένοι από την πολιτική, έρχονται αντιμέτωποι με το κρύο».
Από την πλευρά της η Tageszeitung επιγράφει άρθρο της με τον τίτλο «Μια απόδειξη για την ανικανότητα της Ευρώπης». Στο ρεπορτάζ της αναφέρεται στην περίπτωση ενός πρόσφυγα από το Χαλέπι που μένει προσωρινά στον καταυλισμό της Χίου. «Στις σκηνές, εδώ στη Χίο, η θερμοκρασία τις νύχτες πέφτει κάτω από μείον 2 βαθμούς. Κοιμόμαστε σε ένα λεπτό στρώμα ακριβώς πάνω από το έδαφος», αναφέρει ο πρόσφυγας από τη Συρία. Όλοι είναι έκθετοι στο κρύο, με σκηνές και ρούχα βρεγμένα από το χιόνι. «Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση το ευρωπαϊκό δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα δοκιμάζεται (…). Mια ανθρωπιστική προσφυγική πολιτική που θα βασίζεται στη συμπόνια και την αλληλεγγύη, πρέπει επιτέλους να εφαρμόσει η Ευρώπη», αναφέρει στην εφημερίδα εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για του Πρόσφυγες.
Η ΤΑZ σχολιάζει επίσης σκωπτικά την ικανοποίηση του γερμανού υπ. Εσωτερικών για τη μείωση του αριθμού των νεοαφιχθέντων προσφύγων στη Γερμανία. «Ο ντε Μεζιέρ χαίρεται για τα νούμερα. Από την άλλη οι πρόσφυγες παγώνουν στην Ελλάδα», σημειώνει χαρακτηριστικά η εφημερίδα του Βερολίνου, σχολιάζοντας την ανακοίνωση της γερμανικής κυβέρνησης ότι το 2016 εισήλθαν στη Γερμανία μόνο 280.000 πρόσφυγες, σε αντίθεση με τους 890.000 αιτούντες άσυλο του 2015.
Εν τω μεταξύ η Frankfurter Allgemeine Zeitung δίνει στη δημοσιότητα σύντομη επιστολή του Τόμας ντε Μεζιέρ προς την επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων του γερμανικού κοινοβουλίου, στην οποία κοινοποιεί αίτημα που είχε υποβάλει στη Γερμανική Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων (Bamf) αναφορικά με την εκ νέου ενεργοποίηση της διαδικασίας επαναπροώθησης αιτούντων άσυλο προς την Ελλάδα. «H ομοσπονδιακή υπηρεσία θα πρέπει τώρα να παρουσιάσει στον γερμανό υπουργό πρόταση για το πώς θα μπορέσει να υλοποιηθεί η σύσταση της Κομισιόν για συνέχιση των επαπροωθήσεων προς την Ελλάδα σύμφωνα με τον Κανονισμό του Δουβλίνου», σημειώνει η εφημερίδα.
Με την επιστολή αυτή στην ουσία επιβεβαιώνεται κάτι που είχε ήδη διαρρεύσει στον τύπο από τον Δεκέμβριο, ότι δηλαδή από τον Μάρτιο του 2017 ενδέχεται να αρθεί η ισχύουσα αναστολή των όσων ορίζει ο Κανονισμός του Δουβλίνου αναφορικά με τις πρώτες χώρες υποδοχής και την εξέταση αιτήσεων ασύλου. Στην επίμαχη επιστολή ο Τόμας ντε Μεζιέρ ενημερώνει ειδικότερα τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής του κοινοβουλίου ότι ζητά να συνεχιστεί η αναστολή της επαναπροώθησης προσφύγων στην Ελλάδα «μόνο μέχρι τις 15 Μαρτίου». Η εφημερίδα σημειώνει ότι «συνεπώς φαίνεται ότι από τα μέσα Μαρτίου όσοι αιτούντες άσυλο εισέρχονται από την Ελλάδα στη Γερμανία και εκεί συλλαμβάνονται, θα επαναπροωθούνται –θέτοντας έτσι τέλος σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ίσχυε τα τελευταία πέντε χρόνια».