Ο καθορισμός ανώτατων αμοιβών (πλαφόν) από δικηγορικούς συλλόγους δεν παραβιάζει τους κανόνες του Κοινοτικού Δικαίου, έκρινε πρόσφατα με μείζονα σύνθεση, λόγω σπουδαιότητας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύστερα από προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Η προσφυγή της Κομισιόν, που απερρίφθη ως αβάσιμη από το Δικαστήριο, αφορούσε τον καθορισμό ανώτατου ορίου αμοιβών για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, με κάποιες εξαιρέσεις, που καθιέρωσε το ιταλικό Εθνικό Συμβούλιο Δικηγορικών Συλλόγων (Consiglio Nazionale Forense), το οποίο συστήνεται από τον Ιταλό υπουργό Δικαιοσύνης και εκλεγμένους δικηγόρους, έναν από κάθε εφετειακή περιφέρεια.
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή επιτροπή, η ύπαρξη ανώτατων αμοιβών συνιστά παράβαση των διατάξεων περί ελεύθερου ανταγωνισμού και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών, καθώς και το δικαίωμα εγκατάστασης. Κατά την κρίση της, ο καθορισμός ανώτατων αμοιβών συνεπάγεται για τους δικηγόρους, που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη πλην της Ιταλικής Δημοκρατίας και παρέχουν υπηρεσίες στο εν λόγω κράτος μέλος, επιπρόσθετο κόστος λόγω της εφαρμογής του ιταλικού συστήματος αμοιβών καθώς και μείωση των περιθωρίων κέρδους και επομένως απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Το Δικαστήριο (αριθμός υπόθεσης C-565/08) έκρινε πως η Κομισιόν δεν απέδειξε ότι το επίμαχο καθεστώς προβλέφθηκε προκειμένου να δυσχεράνει την πρόσβαση, υπό κανονικές και αποτελεσματικές συνθήκες ανταγωνισμού, στην ιταλική αγορά, δικηγόρων άλλων χωρών.
Δέχθηκε, επίσης, τους ισχυρισμούς της Ιταλίας ότι οι προβλεπόμενες εξαιρέσεις, που έχουν καθοριστεί για πολύπλοκες και ιδιαίτερα σοβαρές υποθέσεις, οπότε οι πληρωμές μπορούν να ανέλθουν έως και στο τετραπλάσιο των προκαθορισμένων, χαρακτηρίζουν ευέλικτο το καθεστώς των δικηγορικών αμοιβών.
Επισημαίνει ακόμη ότι «η νομοθεσία κράτους μέλους δεν αποτελεί περιορισμό (αποτροπή άσκησης επαγγέλματος) κατά την έννοια της Συνθήκης Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απλώς και μόνον επειδή άλλα κράτη μέλη εφαρμόζουν λιγότερο περιοριστικούς ή οικονομικά ελκυστικότερους κανόνες σε όσους παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες και είναι εγκατεστημένοι» και τονίζει ότι «περιορισμός υπάρχει, μεταξύ άλλων, αν από τους εν λόγω δικηγόρους αφαιρείται η δυνατότητα να διεισδύσουν στην αγορά του κράτους μέλους υποδοχής υπό κανονικούς και αποτελεσματικούς όρους ανταγωνισμού».
«Επομένως», αναφέρεται στην απόφαση για τα ισχύοντα στην Ιταλία, «είναι δυνατή η προσαύξηση των αμοιβών έως το διπλάσιο των εφαρμοστέων, ή έως το τετραπλάσιο των εν λόγω ορίων στις υποθέσεις εξαιρετικής σημασίας ή ακόμη περισσότερο σε περίπτωση καταφανούς δυσαναλογίας, λαμβανομένων υπόψη των εκάστοτε περιστάσεων, μεταξύ των παροχών του δικηγόρου και των προβλεπόμενων ανώτατων ορίων. Επίσης, σε πλείονες περιπτώσεις οι δικηγόροι έχουν την ευχέρεια να συνάψουν ειδική συμφωνία με τον πελάτη τους, προκειμένου να προσδιορίσουν το ύψος της αμοιβής τους».
Η όλη υπόθεση ξεκίνησε το 2005, όταν η Κομισιόν απέστειλε στις ιταλικές αρχές έγγραφο οχλήσεως σχετικά με το καθεστώς των δικηγορικών αμοιβών. Τρία χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 2008, κρίνοντας πως οι παρατηρήσεις-απαντήσεις της Ιταλίας δεν ήταν ικανοποιητικές, καθώς καταργήθηκαν οι κατώτατες, αλλά διατηρήθηκαν σε ισχύ οι ανώτατες αμοιβές, απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη για το καθεστώς, που ίσχυε στην Ιταλία.
Στην Ελλάδα, με αφορμή τη διαβούλευση για το άνοιγμα του δικηγορικού επαγγέλματος, δεν έχει τεθεί ζήτημα από τους δικηγόρους για όριο ανώτατων αμοιβών, αλλά μόνο για κατώτατων -μέσω γραμματίων προείσπραξης- όπως ισχύει σε Γερμανία (ενδεικτικές τιμές), Κύπρο, Ισπανία και αλλού.
Στο σχετικό νομοσχέδιο προβλέπεται ότι οι αμοιβές θα ορίζονται ελεύθερα με γραπτή συμφωνία μεταξύ δικηγόρου και εντολέα και ελλείψει συμφωνίας θα ισχύουν οι κατώτερες αμοιβές, όπως θα ορίζονται με υπουργική απόφαση κατόπιν γνώμης των δικηγορικών συλλόγων.
Στη Σουηδία προβλέπεται η ύπαρξη «εύλογων αμοιβών» και αξίζει να επισημανθεί ότι το μοντέλο για τους δικηγόρους διαφοροποιείται συνολικά από αυτά που εφαρμόζονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με δήλωση του επικεφαλής του Διεθνούς Τμήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Σουηδίας, Johan Sangborn:
«Δεν υπάρχουν όρια στην αμοιβή των δικηγόρων, αλλά η αμοιβή που χρεώνει ο δικηγόρος πρέπει να είναι εύλογη, από πολλές πλευρές. Για τον προσδιορισμό της λογικής αμοιβής μπορεί να ληφθούν υπόψη το τι έχει συμφωνηθεί με τον πελάτη, η έκταση της εντολής, η φύση της, η πολυπλοκότητά της και η σημασία της, καθώς και η εμπειρία του δικηγόρου, το αποτέλεσμα της εργασίας του και άλλοι παράγοντες. Ο δικηγόρος δεν υποχρεούται να καταγράφει αναλυτικά την αμοιβή του, όμως, εάν το ζητήσει ο πελάτης, πρέπει να του παράσχει γραπτώς την ανάλυση των εργασιών που πραγματοποιούνται. Αν ο δικηγόρος χρεώσει τον πελάτη με έξοδα, η φύση τους πρέπει να οριστεί με ακρίβεια. Αποδεχόμενος την εντολή του πελάτη ο δικηγόρος θα πρέπει να αναφέρει τις χρεώσεις του και να ενημερώνει για τη διαδικασία έκδοσης τιμολογίων, που προτίθεται να εφαρμόσει».
Σύμφωνα με τον κ. Sangborn «δεν υπάρχει μονοπώλιο των νομικών υπηρεσιών των δικηγόρων. Οποιοσδήποτε μπορεί να δικηγορεί, να προσφέρει νομικές υπηρεσίες στο κοινό, χωρίς να χρειάζεται άδεια. Επιπλέον, δεν υπάρχει υποχρεωτική νομική εκπροσώπηση σε οποιοδήποτε δικαστήριο».
Ωστόσο, μόνο τα μέλη του σουηδικού Δικηγορικού Συλλόγου μπορούν να χρησιμοποιούν τον τίτλο του «δικηγόρου» (Advokat) που είναι νομικά κατοχυρωμένος. Αποτελεί ποινικό αδίκημα να τον χρησιμοποιεί κάποιος αν δεν είναι μέλος Δικηγορικού Συλλόγου της Σουηδίας.
«Για να εγγραφεί κάποιος μέλος του σουηδικού Δικηγορικού Συλλόγου θα πρέπει να πληροί μία σειρά θεωρητικών και πρακτικών προϋποθέσεων, όπως εξετάσεις (Master of Law), 3ετή πρακτική εξάσκηση σε δικηγορικό γραφείο εντός της χώρας ή στην Ελβετία ή σε χώρα της Ευρωπαϊκής οικονομικής ζώνης κ.α.».
Το ισχύον καθεστώς στη Σουηδία προβλέπει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τον διορισμό μόνο μελών του Δικηγορικού Συλλόγου ως δημόσιων συνηγόρων υπεράσπισης σε ποινικές υποθέσεις, με ωριαία αμοιβή που είναι περίπου 131 ευρώ με ΦΠΑ. Ο Δικηγορικός Σύλλογος θεωρεί πολύ χαμηλή την αμοιβή αυτή και έχει επισημάνει πως λειτουργεί αποτρεπτικά στο να αναλαμβάνουν καθήκοντα δημοσίου συνηγόρου δικηγόροι υψηλού κύρους και κατάρτισης, με αποτέλεσμα όπως αναφέρει ο κ. Sangborn «να δίνονται ολοένα και περισσότερες εντολές σε ιδιώτες, με κίνδυνο μόνο εκείνοι που έχουν την οικονομική επιφάνεια να μπορούν να προσλάβουν τον καλύτερο νομικό παραστάτη. Αυτό αποτελεί σοβαρό θέμα δυνατότητας πρόσβασης στη δικαιοσύνη, το οποίο ο Σουηδικός Σύλλογος συζητά τακτικά με το σουηδικό υπουργείο Δικαιοσύνης».