Die Welt: Το πρόσωπο του κόσμου θα αλλάξει τις επόμενες δύο ημέρες
Είναι ο καιρός του τέλους για τις προσωπικές φιλίες;
Γερμανία και ΗΠΑ: Πολύ λίγες χώρες έχουν συνεργαστεί πιο στενά τις τελευταίες δεκαετίες. Όμως οι καιροί άλλαξαν. Πόσο πολύ οι Αμερικανοί και οι Γερμανοί χρειάζονται ακόμη ο ένας τον άλλο;
Το Brexit αρχίζει, η Ολλανδία ψηφίζει, οι ΗΠΑ μπορεί να χρεοκοπήσουν: το πρόσωπο του κόσμου θα αλλάξει τις επόμενες δύο ημέρες, γράφει σε άρθρο της η γερμανική εφημερίδα Die Welt, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Αρχίζει το Brexit
Όλοι μιλούσαν για το Brexit από τον Ιούνιο του 2016, αλλά στην πραγματικότητα δεν υφίσταται καθόλου. Υπάρχει μόνο η βούληση των ανθρώπων, όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, ότι οι Βρετανοί πρέπει να φύγουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το επίσημο αίτημα για την αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ με την επίκληση του Άρθρου 50 δεν έχει υποβληθεί ακόμη. Όμως τώρα τα πράγματα σοβαρεύουν. Πριν από μερικές ώρες, το βρετανικό κοινοβούλιο ενέκρινε τον Νόμο για το Brexit, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να αποσυρθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αφού ο νόμος περάσει από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’, η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι θα μπορεί να υποβάλει την αίτηση (για αποχώρηση) στο Συμβούλιο της ΕΕ. Οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν πως η Μέι δεν πρόκειται να ξεκινήσει επίσημα τις διαπραγματεύσεις για το διαζύγιο λίγο πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών στην Ολλανδία, αλλά μόνο στα τέλη Μαρτίου.
«Τώρα έρχονται τα δύσκολα», λέει ο Τζέιμς ΜακΚόρμακ από τον οίκο αξιολόγησης Fitch. Οι Βρετανοί είναι σε δύσκολη κατάσταση. «Δεν έχουν στα χέρια τους ούτε τι είναι υπό διαπραγμάτευση, ούτε με ποια σειρά». Ένας μεγάλος άγνωστος είναι επίσης ο λογαριασμός της εξόδου, τον οποίο θα παρουσιάσει η Ευρώπη στους Βρετανούς.
Ακόμη και σήμερα, το χρέος είναι ένα πρόβλημα για τη χώρα. Το κράτος καθώς και τα νοικοκυριά ζουν πάνω τις δυνατότητές τους. Το ποσοστό του δημόσιου χρέους βρίσκεται περίπου στο 90% του ΑΕΠ. Τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν επίσης πιεστικές υποχρεώσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα κενό περίπου 5% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το κενό αυτό πρέπει να καλυφθεί με ξένα κεφάλαια. Αν οι επενδυτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους, επαπειλείται μια οικονομική κρίση όπως στη δεκαετία του 1970, όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο χρειάστηκε να επέμβει. Άρα θα έχει μεγάλη σημασία πώς οι επενδυτές θα αντιδράσουν στην υποβολή της αίτησης για το Brexit. Για παράδειγμα, η Deutsche Bank περιμένει ότι η στερλίνα θα πέσει κατά 6% μετά την υποβολή της αίτησης διαζυγίου.
Αστάθεια στην Ολλανδία
Οι εκλογές στην Ολλανδία είναι το πρελούδιο για μια σούπερ-εκλογική χρονιά στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα θα καθορίσει, ας το πούμε έτσι, τον τόνο των επόμενων εβδομάδων και μηνών. Μπορεί πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε να τα κατάφερε να πάρει κεφάλι για μια ακόμα φορά, όμως ο δεξιός λαϊκιστής Γκέερτ Βίλντερς και το κόμμα του PVV επωφελούνται τώρα από την ανοικτή αντιπαράθεση με την Τουρκία.
Ακόμη και στην περίπτωση που ένας νικητής Βίλντερς δεν θα έχει στο τέλος καμία περίπτωση κυβερνητικής πλειοψηφίας: Στην ΕΕ όλοι φοβούνται το αποτέλεσμα ντόμινο. Αν ο λαϊκιστής Βίλντερς κερδίζει τις περισσότερες ψήφους σε μια χώρα που είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΕ, θα καταφέρει τελικά φέρει το δεξιό άκρο στα σαλόνια. Η ιδέα η Μαρίν Λεπέν να γίνει πρόεδρος της Γαλλίας είναι πιθανό (τότε) να τρομάξει λιγότερους ανθρώπους.
Αλλά η πολιτική κατάσταση στην Ολλανδία είναι ασταθής και χωρίς τον Βίλντερς. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, τα τρία κόμματα που προηγούνται συγκεντρώνουν μόλις το 40%, ενώ στις εκλογές πριν από μόλις τέσσερα χρόνια εξασφάλιζαν το 60%. Μια νέα κυβέρνηση για να σχηματιστεί θα χρειαστεί τη συμμετοχή τουλάχιστον τεσσάρων κομμάτων. Μπορεί η Ολλανδία να ήταν εγγύηση σταθερότητας για πολλά χρόνια, όμως αυτό τώρα έχει αλλάξει. Αυτό αποκαλύπτει τον λεγόμενο δείκτη nexite του οίκου ανάλυσης Sentix. Ως αποτέλεσμα, οι επενδυτές εκτιμούν πως η πιθανότητα οι Ολλανδοί να βγουν από το ευρώ είναι 3,6%. Αυτό είναι σαφώς πάνω από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο του λιγότερο του 1%.
Η κατάρα της Fed
Το απόγευμα της Τετάρτης, στις 7 μ.μ. ώρα Γερμανίας, η Τζάνετ Γέλεν θα κάνει κάτι που δεν αρέσει στον κόσμο – θα αυξήσει τα επιτόκια. Επειδή το λιπαντικό της παγκόσμιας οικονομίας είναι το φτηνό χρήμα. Όταν η πιο σημαντική τράπεζα στον κόσμο αυξάνει την τιμή του πιο σημαντικού παγκόσμιου νομίσματος, οι παρενέργειες δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Οι χρηματαγορές το αποκαλούν η κατάρα της Fed: Το 1974, το 1987, το 200 ή το 2008 –όποτε η Fed αύξανε τα επιτόκια– αργά ή γρήγορα ακολουθούσε ένα βίαιο ξεπούλημα στην αγορά. Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα υψηλός σήμερα. Πάνω απ΄όλα, η αγορά των ΗΠΑ βλέπει μόνο αυξανόμενες τιμές αφότου ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση.
Οι επενδυτές αισθάνονται παραπλανητική ασφάλεια. Ο δείκτης φόβου Vix είναι κοντά στη σταθερή τιμή χρόνων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει γρήγορα σε απογοητεύσεις, ειδικά στην περίπτωση που η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ κάνει περισσότερες από άλλες τρεις αυξήσεις επιτοκίων φέτος.
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε επίσης να υπονομεύσει τα πολιτικά σχέδια του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, στα οποία στηρίζεται ένα μεγάλο μέρος του χρηματιστηρίου. Το πακέτο μέτρων στήριξης της οικονομίας ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με φτηνό χρήμα.
Το ανάθεμα του χρέους στην Αμερική
Πράγματι, ο Τραμπ δεν πρόκειται να δημιουργήσει πλέον άλλα χρέη. Μια σημαντική προθεσμία αναμένεται να λήξει την Τετάρτη. Τότε το επίσημο όριο χρέους εφαρμόζεται πάλι και το τρέχον βρίσκεται τώρα γύρω στα 18 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αν και το παρόν έλλειμμα είναι σχεδόν 20 τρισεκ. δολάρια. Ωστόσο το όριο χρέους αναστάληκε τον Οκτώβριο του 2015 – έως τη 15η Μαρτίου 2017.
Από την Πέμπτη, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δεν θα επιτρέπεται πλέον να πουλάει νέα ομόλογα, κάτι που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να βγάζει χρήματα από το τρέχον εισόδημα. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που το όριο δεν αυξάνεται εγκαίρως. Το όριο χρέους ή η αύξησή του είναι πάντα ένα πολιτικό θέμα. Στο παρελθόν, ακόμη και η κυβέρνηση χρειάστηκε να σταματήσει τη λειτουργία της επειδή δεν μπορούσε πλέον να πληρώσει τους δημόσιους υπαλλήλους.
Δεν είναι πια τόσο απίθανο οι Αμερικανοί να μην μπορούν πλέον να ανταποκριθούν εγκαίρως στα χρέη τους, άρα να χρεοκοπήσουν. Ωστόσο η διαμάχη για το όριο το καλοκαίρι του 2011 κλιμακώθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε ο οίκος αξιολόγησης S&P στέρησε τις ΗΠΑ την ανώτατη βαθμίδα τους. Το Κογκρέσο αύξησε το όριο χρέους τον Αύγουστο, δύο ημέρες προτού το υπουργείο Οικονομικών στερέψει από χρήματα για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.