Αβέβαιο χαρακτηρίζουν το άμεσο πολιτικό μέλλον της Μεγάλης Βρετανίας γερμανοί αναλυτές.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, το γεγονός ότι οι συντηρητικοί της Τερέζα Μέι απώλεσαν την απόλυτη πλειοψηφία αντιμετωπίζεται στη Γερμανία με περισσή ανησυχία. Ο ευρωβουλευτής της CDU και ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής Έλμαρ Μπροκ εκφράζει αμφιβολίες για το χρόνο έναρξης των διαπραγματεύσεων για το Brexit που είναι προγραμματισμένες να ξεκινήσουν σε λίγες μέρες. «Το καλύτερο για εμάς θα ήταν να κερδίσει η Τερέζα Μέι με μεγάλη πλειοψηφία, να διεξάγει δίκαιες διαπραγματεύσεις και να είναι σε θέση να διασφαλίσει κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες», επισήμανε στη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk ο συντηρητικός πολιτικός. Πλέον όμως η ΕΕ έχει απέναντί της έναν αδύναμο πολιτικά συνομιλητή, όπως λέει.
Στο προοίμιο αρκετοί αναλυτές εκτιμούσαν ότι ενδεχόμενη ήττα της Μέι θα προκαλούσε ικανοποίηση στις Βρυξέλλες. Και αυτό διότι η πρωθυπουργός έχει ταχθεί σθεναρά υπέρ του λεγόμενου σκληρού Μπρέξιτ, χωρίς δηλαδή παραχωρήσεις στην ΕΕ και χωρίς πρόσβαση στην κοινή αγορά. Αυτό την οδήγησε αναπόφευκτα σε ευθεία πολιτική αντιπαράθεση με τη γερμανίδα καγκελάριο η οποία επιχείρησε συχνά να χτίσει γέφυρες προκειμένου να υπάρξει ένα όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο «διαζύγιο» μεταξύ των δυο πλευρών.
Ο Έλμαρ Μπροκ ωστόσο αξιολογεί την εκλογική πανωλεθρία της Μέι περισσότερο ως ένα σαφές εσωπολιτικό μήνυμα προς την πρωθυπουργό και λιγότερο ως ένα μήνυμα υπέρ ή κατά του Brexit. Ο ίδιος εκτιμά ότι κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα η συντηρητική πολιτικός «απώλεσε πλήρως το κύρος της» εξαιτίας λανθασμένων επιλογών αλλά και της αδυναμίας της να καλλιεργήσει ένα πιο ηγετικό προφίλ. Τα ζητήματα που κυριάρχησαν και της στοίχισαν ήταν το ασφαλιστικό και η τρομοκρατία.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος και ο επίσης χριστιανοδημοκράτης κοινοτικός επίτροπος Γκίντερ Έτινγκερ, που εκτιμά ότι ξεκινά μια περίοδος αβεβαιότητας στις σχέσεις της Μεγάλης Βρετανίας με την ΕΕ. «Με έναν αδύναμο διαπραγματευτικό εταίρο ελλοχεύει ο κίνδυνος το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων να είναι κακό και για τις δυο πλευρές».
Όπως εκτιμά ο Επίτροπος Προϋπολογισμού, προκειμένου να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα της αποχώρησης που προβλέπεται για τις 29 Μαρτίου του 2019, οι σχετικές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί το αργότερο το φθινόπωρο του 2018. Διότι θα πρέπει να υπάρξει και αρκετός χρόνος για να περάσει η συμφωνία από τα εθνικά Κοινοβούλια αλλά και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ωστόσο, όπως τόνισε ο γερμανός πολιτικός: «Χωρίς κυβέρνηση δεν μπορούν να υπάρξουν διαπραγματεύσεις».
Μήνυμα προς την βρετανική πολιτική ηγεσία να προχωρήσει άμεσα στον σχηματισμό μιας λειτουργικής και βιώσιμης κυβέρνησης έστειλε και ο σοσιαλδημοκράτης υφυπουργός Εξωτερικών Μίχαελ Ροτ. Μιλώντας στο πρωινό μαγκαζίνο της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης επισήμανε ότι οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα καθώς ο χρόνος για το Brexit μετρά ήδη αντίστροφα.
Την έκδηλη αυτή ανησυχία πολιτικών για το μέλλον και κυρίως την ουσία των διαπραγματεύσεων εξόδου συμμερίζονται και εκπρόσωποι της γερμανικής οικονομίας που τονίζουν ότι η αβεβαιότητα είναι δηλητήριο για τις γερμανικές εξαγωγές. Πόσο μάλλον που η Μεγάλη Βρετανία είναι η τρίτη μεγαλύτερη αγορά για τα γερμανικά προϊόντα. Ο πρόεδρος του συνδέσμου Εξωτερικού Εμπορίου Άντον Μπέρνερ εκφράζει φόβους ότι ενδεχομένως μια αποδυναμωμένη πολιτικά κυβέρνηση να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με ακόμη πιο ακραίες θέσεις.
Ο χρόνος θα δείξει. Βέβαιο είναι ότι μετρά πλέον αντίστροφα.