Ίσως να είναι απλά απειλές. Πάντως ενδεχόμενος εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα έπληττε σημαντικά τη Γερμανία, αλλά και οικονομικά ασθενέστερους Αμερικανούς.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανέθεσε την Τρίτη επισήμως στον εντεταλμένο του για θέματα εμπορίου Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ να εξετάσει τις εμπορικές πρακτικές της Κίνας, απειλώντας με επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση που διαπιστωθούν παρατυπίες. Η αντίδραση της Κίνας δεν άργησε να έρθει, με το Πεκίνο να απειλεί χθες την Ουάσιγκτον με αντίμετρα. Οι τελευταίες εξελίξεις καταγράφονται με ανησυχία από εκπροσώπους της γερμανικής οικονομίας. «Μια αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη θα είχε αρνητικές συνέπειες και για τη γερμανική οικονομία», επισήμανε ο πρόεδρος του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (DIHK) Έρικ Σβάιτσερ μιλώντας στην εφημερίδα Neue Osnabrücker Zeitung.
Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους μπορεί κανείς να μην δώσει υπερβολικές διαστάσεις στο συγκεκριμένο ζήτημα. Και αυτό επειδή ο πρόεδρος Τραμπ έχει εξαγγείλει μέχρι σήμερα πολλά, έχοντας εφαρμόσει όμως ελάχιστα. Επίσης, χρειάζεται την Κίνα ως πολιτικό εταίρο προκειμένου να αποκλιμακωθεί η ένταση με τη Β. Κορέα. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο αναλυτής της Commerzbank Μάρκο Βάγκνερ, δεν επικροτούν όλες οι αμερικανικές επιχειρήσεις μια επιβολή εμπορικών περιορισμών κατά της Κίνας.
Πάντως δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πρόκλησης μιας εμπορικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνα. Αυτή θα μπορούσε να λάβει ποικίλες μορφές. Εάν οι ΗΠΑ περιορίσουν για παράδειγμα μόνον τις εισαγωγές από την Κίνα, τότε η γερμανική οικονομία ενδέχεται να επωφεληθεί. Σε αυτήν την περίπτωση μια «εκτροπή των εμπορικών συναλλαγών», εκτιμά ο Μάρκο Βάγκνερ από την Commerzbank. Όπως εξηγεί: «Σε αυτήν την περίπτωση ο χάλυβας δεν θα εισάγεται στις ΗΠΑ πλέον από την Κίνα, αλλά θα πρέπει να αντλείται από κάποια άλλη περιοχή του κόσμου. Για παράδειγμα από τη Γερμανία».
Διαφορετική θα ήταν η κατάσταση αν ο Ντόναλντ Τραμπ επέλεγε να κινηθεί με πιο ριζοσπαστικό τρόπο εναντίον της Κίνας στο εμπορικό πεδίο. Τότε εκτιμά ότι θα δεχόταν πλήγμα η γερμανική οικονομία, η οποία επωφελείται από την καλή οικονομική κατάσταση των κύριων εμπορικών της εταίρων. Ως εκ τούτου, ο πρόεδρος του DIHK στέλνει προειδοποιητικά σήματα με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις.
Σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία η Κίνα εξάγει στις ΗΠΑ προϊόντα αξίας 462,6 δις δολαρίων ετησίως. Το 18,3% όλων των εξαγωγών της κατευθύνονται εκεί. Από τη σκοπιά των ΗΠΑ πρόκειται για το 21,4% όλων των εισαγωγών της χώρας. Πρόκειται κυρίως για καταναλωτικά αγαθά που πουλά εκεί η Κίνα. Στους κόλπους του DIHK θέτουν το ρητορικό ερώτημα με ποια μηχανήματα παράγονται αυτά τα αγαθά. Σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι μόνο γερμανικά μηχανήματα που εξάγονται στην Κίνα, αλλά και θυγατρικές εταιρείες γερμανικών επιχειρήσεων που παράγουν προϊόντα που προορίζονται για τις κινεζικές εξαγωγές.
Η επιβολή υψηλών εμπορικών δασμών για εισαγόμενα στις ΗΠΑ κινεζικά προϊόντα θα έχει βεβαίως και παράπλευρες απώλειες για τις ΗΠΑ. Τα εισαγόμενα προϊόντα γίνονται ακριβότερα. «Η μεγάλη πλειοψηφία των αμερικανών καταναλωτών θα υποφέρει εξαιτίας αυτής της πολιτικής, ειδικότερα μάλιστα οι κατώτερες εισοδηματικές ομάδες, υπογραμμίζει ο Στέφαν Κουτς, διευθυντής του Κέντρου Προγνώσεων στο Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία στο Κίελο.
Ο πρόεδρος του DIHK Έρικ Σβάιτσερ αναρωτιέται αν με την άνοδο των τιμών για σειρά καταναλωτικών προϊόντων θα μπορέσουν οι Αμερικανοί να εξακολουθήσουν να αγοράζουν γερμανικά αυτοκίνητα με τον σημερινό ρυθμό. Πεποίθησή του είναι πάντως ότι ένας εμπορικός πόλεμος θα είχε μόνο χαμένους.