Τη θετική, αλλά με πολλές ακόμη δυσκολίες πορεία εξόδου της Ελλάδας από το τρίτο δανειακό πρόγραμμα, περιγράφει η διαδικτυακή Handelsblatt σε ανταπόκριση από την Αθήνα, με αφορμή το σημερινό Eurogroup.
Ο αρθρογράφος αναφέρεται στις προσπάθειες για ταχύτερη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης μέχρι το τέλος του χρόνου και υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση βρίσκεται μάλιστα πιο μπροστά από τους στόχους για την εξυγίανση των δημοσιονομικών της.
Ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης τον Δεκέμβριο;
«Για μεγάλο διάστημα ο Αλέξης Τσίπρας αντιστέκονταν στους όρους των δανειστών» υπενθυμίζει η εφημερίδα. «Δομικές μεταρρυθμίσεις, όπως ιδιωτικοποιήσεις, άνοιγμα του κρατικοδίαιτου ενεργειακού τομέα, ή απελευθέρωση της εργασιακής νομοθεσίας, έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με την ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ και τη δική του. Στο μεταξύ όμως ο έλληνας πρωθυπουργός αντελήφθη ότι η Αθήνα πρέπει να τα καταφέρει. Μόνο όταν οι όροι εφαρμοστούν γρήγορα, μπορεί να “τραβήξει” τη χώρα του από τον ορό των δανείων και να την βγάλει στις αγορές. Και χρόνο δεν διαθέτει. Το πρόγραμμα δανειακής βοήθειας που συμφωνήθηκε το 2015 λήγει στις 20 Αυγούστου του 2018. Ένα τέταρτο πακέτο βοήθειας δεν υπάρχει, ο Τσίπρας το γνωρίζει. Δεν θα μπορούσε να περάσει από το Eurogroup για πολιτικούς λόγους».
Η εφημερίδα περιγράφει την πίεση με την οποία εργάζεται η κυβέρνηση για να υλοποιήσει τα 95 προαπαιτούμενα ώστε να κλείσει η επόμενη αξιολόγηση, μια πρόκληση όχι οργανωτική, αλλά περισσότερο πολιτική. «Μέσα σε τρεις εβδομάδες θα πρέπει να περάσουν πολλοί νόμοι, διατάγματα, εφαρμοστικές οδηγίες», γράφει ο αρθρογράφος αναφερόμενος στις υποχρεώσεις της ελληνικής κυβέρνησης. «Η Αθήνα ελπίζει ότι μέχρι τις 4 Δεκεμβρίου, μέχρι το τελευταίο για φέτος Eurogroup, θα κλείσει η αξιολόγηση ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την επόμενη υποδόση ύψους 5,5 δις ευρώ. Από κύκλους εκπροσώπων των δανειστών προκύπτει ότι ένα τέτοιο χρονικό σχεδιάγραμμα είναι πολύ φιλόδοξο».
«Πολιτική επιτυχία για τον Τσίπρα»
Ο αρθρογράφος θεωρεί, ότι πιο δύσκολο εγχείρημα και από την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης τον Δεκέμβριο, είναι η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές. Θυμίζει ότι η χώρα βγήκε δοκιμαστικά για πρώτη φορά μετά το 2014 τον περασμένο Ιούλιο και ότι μέχρι το τέλος του προγράμματος στα μέσα του 2018, η ελληνική κυβέρνηση θέλει να δοκιμάσει και πάλι το κλίμα ανάμεσα στους επενδυτές. Κι αφού περιγράφει αναλυτικά τους στόχους του υπουργείου Οικονομικών καταλήγει: «Εάν ο Τσίπρας καταφέρει να ολοκληρώσει το πρόγραμμα σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα μέχρι τέλος του Αυγούστου το 2018, θα είναι μια μεγάλη πολιτική επιτυχία. Την υπόσχεσή του ότι θα απελευθερώσει τη χώρα του από την επιτήρηση των διεθνών δανειστών δεν θα μπορέσει ωστόσο να υλοποιήσει. Η Αθήνα θα βρίσκεται υπό επιτήρηση για δεκαετίες. Μετά τα τρία προγράμματα βοήθειας το 80% του ελληνικού κρατικού χρέους βρίσκεται στα χέρια των δανειστών. Το ληξιπρόθεσμο των δανείων εκτείνεται μέχρι το 2059».
Γιατί «επιμένει» η νεανική ανεργία και στην Ελλάδα
Περί νεανικής ανεργίας ο λόγος σε δημοσίευμα της σημερινής Frankfurter Allgemeine Zeitung, ένα θέμα που απασχολεί πολύ την Ελλάδα. Ο αρθρογράφος φιλοξενεί έναν επώνυμο οικονομολόγο ερευνητή, τον Καρλ Μπρένκε, από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου, ο οποίος υποστηρίζει ότι το ποσοστό νεανικής ανεργίας έχει μειωθεί, όχι όμως λόγω των κοινοτικών προγραμμάτων από τις Βρυξέλλες, αλλά λόγω της δημογραφικής εξέλιξης, δεδομένου ότι στην Ευρώπη υπάρχουν όλο και λιγότεροι νέοι, άρα και λιγότερη ανεργία.
«Εκτός αυτού καταγράφεται και μικρότερη συμμετοχή αυτής της ηλικιακής ομάδας στην αγορά εργασίας», επισημαίνει το άρθρο. «Λόγω της δύσκολης κατάστασης πολλοί νέοι συνεχίζουν τις σπουδές τους ή την μαθητεία τους ή χρησιμοποιούν άλλους δρόμους για να παραμείνουν στο σύστημα εκπαίδευσης. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα μεγάλο στις χώρες της νότιας Ευρώπης…Τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν τη θέση του Καρλ Μπρένκε» σημειώνεται στο άρθρο. «Στο δεύτερο τρίμηνο του χρόνου η νεανική ανεργία στην Ελλάδα παρέμεινε στο 44%, στην Ισπανία γύρω στο 40% και την Ιταλία στο 35%. Εκείνο που προξενεί εντύπωση είναι ότι στη Γαλλία το ποσοστό παρέμεινε στο 22%, όπως και το 2013».