Χιλιάδες πρόσφυγες παραμένουν στην Ελλάδα, μολονότι θα έπρεπε να έχουν έρθει στη Γερμανία. Η γερμανική κυβέρνηση επικαλείται τους ισχύοντες κανονισμούς. Στο μεταξύ όμως πρόσφυγες διαδηλώνουν σε Αθήνα και Βερολίνο.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, το θέμα της οικογενειακής επανένωσης των προσφύγων είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα στη Γερμανία. Είναι απομεινάρι της πιο δύσκολης φάσης στη διαχείριση του προσφυγικού την περίοδο 2015-2016. Από τότε μέχρι σήμερα το θέμα εξακολουθεί να μένει άλυτο, οι αριθμοί συνεχώς μεταβάλλονται και παραμένει αβέβαιο μέχρι σήμερα πόσοι άνθρωποι μπορούν να έρθουν στη Γερμανία για να επανενωθούν με τις οικογένειές τους. Πιο συγκεκριμένα, με τα μέλη της λεγόμενης «πυρηνικής οικογένειας»: γονείς, αδέρφια, παιδιά. Το εθνολαϊκιστικό γερμανικό AfD κάνει λόγο για «δεύτερο προσφυγικό κύμα». Στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος, τα αριστερά κόμματα και οι φίλα προσκείμενες ανθρωπιστικές οργανώσεις συνεχίζουν να υποστηρίζουν την «κουλτούρα της φιλοξενίας». Ιδίως από τη στιγμή που η γερμανική κυβέρνηση άρχισε να ακολουθεί μια πιο συντηρητική πολιτική στο πεδίο της προσφυγικής πολιτικής και της πολιτικής ασύλου. Και στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων διερευνητικών επαφών για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ CDU/CSU, Φιλελευθέρων και Πρασίνων τα θέματα αυτά αποτελούν σημαντικά σημεία τριβής.
Στο μεταξύ η ισχύουσα νομοθεσία είναι εξαιρετικά περίπλοκη, ενώ την ίδια ώρα δεν είναι σαφής και ο αριθμός των προσφύγων που θέλουν να επανενωθούν με τις οικογένειές τους. Γίνεται για παράδειγμα λόγος για 4500 πρόσφυγες στην Ελλάδα που δεν μπορούν ακόμη να έρθουν στη Γερμανία. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των όρων «μετοίκηση συγγενών» και «επανένωση οικογενειών». Η πρώτη περίπτωση διέπεται από το γερμανικό δίκαιο που ρυθμίζει ζητήματα παραμονής. Οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες στη Γερμανία, παράδειγμα ένας νέος από τη Συρία που ζει στη Γερμανία, μπορούν να φέρούν εκεί τους γονείς τους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί μένουν ήδη επί ευρωπαϊκού εδάφους, π.χ. στην Ελλάδα. Η περίπτωση της «επανένωσης οικογενειών» είναι διαφορετική. Αυτή διέπεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο και ειδικότερα από τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, ο οποίος ορίζει ποια χώρα είναι αρμόδια κάθε φορά για κάθε αιτούντα. Και εδώ εμπίπτουν περιπτώσεις οικογενειών τα μέλη των οποίων είναι διάσπαρτα σε διαφορετικά κράτη. Στο πλαίσιο του Δουβλίνου το βάρος πέφτει στο να κινηθεί μια και μόνο διαδικασία αίτησης ασύλου από τα μέλη της ίδιας οικογένειας. Στο παραπάνω παράδειγμα θα έπρεπε οι γονείς να είχαν καταθέσει αίτηση οικογενειακής επανένωσης μαζί τον γιο τους στη Γερμανία. Εκεί, μετά την υποβολή του πρώτου αιτήματος, θα ακολουθούσε απόφαση επί της κοινής τους αξίωσης για παροχή ασύλου. Από τη στιγμή των αιτήσεων η απόφαση θα πρέπει να εφαρμοστεί εντός έξι μηνών. Τον περασμένο Σεπτέμβριο μάλιστα ένα γερμανικό δικαστήριο επικύρωσε και με δικαστική απόφαση την προθεσμία των έξι μηνών.
Πολλοί επιρρίπτουν στη Γερμανία ότι περιορίζει τεχνηέντως τον αριθμό των μελών οικογενειών που βάσει του Κανονισμού Δουβλίνου ΙΙΙ θα έπρεπε να εισέλθουν στη Γερμανία, έτσι ώστε καν να μη μπορεί να επικαλεστεί κάποιος την προθεσμία των έξι μηνών. Αυτό τουλάχιστον ανέφερε η FAZ σε σχετικό δημοσίευμα, μετά από επιστολή στην εφημερίδα ενός εργαζομένου στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Ασύλου. Στην επιστολή αυτή γινόταν λόγος για μια περίπτωση αιτούντα, του οποίου η αίτηση οικογενειακής επανένωσης είχε εγκριθεί, αλλά δεν είχε υλοποιηθεί στην πράξη γιατί υπήρχε ένας περιορισμός για «70 άτομα τον μήνα». Μια δεύτερη ένδειξη ότι υπάρχουν άτυποι περιορισμοί, έχει να κάνει με την επιστολή που φέρεται να είχε αποστείλει ο υπ. Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας στον γερμανό υπ. Εσωτερικών Τόμας Ντε Μεζιέρ τον Μάιο, σύμφωνα με την οποία οι οικογενειακές επανενώσεις στη Γερμανία θα έπρεπε να επιβραδυνθούν «όπως συμφωνήθηκε».
Εκπρόσωπος του γερμανικού υπ. Εσωτερικών απέρριψε πάντως αυτή την κατηγορία στο κυβερνητικό μπρίφινγκ της Παρασκευής, λέγοντας ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ένα τέτοιο όριο. Αν κοιτάξει κανείς τους πραγμματικούς αριθμούς, υπάρχουν βέβαια όντως μεγάλες διακυμάνσεις (από 80 έως 200 περιπτώσεις το μήνα), οι οποίες, κατά τη γερμανική πλευρά, οφείλονται και στις αδυναμίες που υπάρχουν στο όλο σύστημα –και στην ελληνική πλευρά. Ωστόσο ο ίδιος επισήμανε ότι υπάρχει συντονισμός μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στο πεδίο αυτό. Στη συνέχεια αναφέρθηκε και στην περίπτωση των ειδικά ναυλωμένων πτήσεων για μεταφορά προσφύγων από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, τον περασμένο Μάρτιο και Απρίλιο, οι οποίες αύξησαν απότομα τον αριθμό των αφίξεων στη Γερμανία. Όπως ανέφερε η Σαλινιά Στρου, εκπρόσωπος της ΜΚΟ Refugee Support Aegean (RSA) στη Χίο, η γερμανική κυβέρνηση μπλόκαρε όμως αυτές τις πτήσεις. Αυτό είναι κάτι που ακούγεται και από ελληνικής πλευράς.
To Βερολίνο επιμένει ότι ο αριθμός των προσφύγων που φτάνουν στη χώρα είναι υψηλός. Το 2017 έχουν γίνει συνολικά 2176 μεταφορές προσφύγων από την Ελλάδα στη Γερμανία βάσει Δουβλίνου ΙΙΙ. Σύμφωνα με εκπρόσωπο της γερμανικής κυβέρνησης η Γερμανία έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας ένα «δυσανάλογα» μεγάλο μέρος της όλης διαδικασίας, σε σχέση μάλιστα και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης οι ασάφειες που υπάρχουν ως προς τα νούμερα – επειδή πολλοί πρόσφυγες έρχονται επιπλέον είτε μόνοι τους είτε μέσω των προγραμμάτων μετεγκατάστασης (Relocation)- δεν οφείλονται 100% μόνο στην ελληνική πλευρά, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης.
Στο μεταξύ, η επίσημη θέση του Βερολίνου μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: ο αριθμός των προσφύγων που μεταφέρονται στη Γερμανία αυξάνεται, ενώ επίσης η γερμανική κυβέρνηση εξακολουθεί να επιδιώκει σε μεγάλο βαθμό τη συνέχιση της οικογενειακής επανένωσης. Αλλά όχι να κάνει όλα τα παραπάνω ταυτόχρονα. Ποια είναι όμως τελικά η κατάσταση αυτή τη στιγμή;
Σύμφωνα με το γερμανικό υπ. Εσωτερικών, εκκρεμούν 4500 υποθέσεις προσφύγων, εκ των οποίων περίπου οι 3000 είναι κάτω των 18 ετών. Από την πλευρά τους πάντως πολλές ΜΚΟ συνεχίζουν να ασκούν έντονη κριτική για τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την παράταση της παραμονής όλων αυτών των ανθρώπων σε ελληνικούς προσφυγικούς καταυλισμούς με ελλιπή μέριμνα. Σύμφωνα με την εκπρόσωπο της RSA, oι πρόσφυγες εξακολουθούν να ζουν εκεί αποκομμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία. Η ευρωβουλευτής των Πρασίνων Μπάρμπαρα Λόχμπιλερ, περιγράφει αυτούς τους χώρους ως “υπερπλήρεις και επικίνδυνους”, επικρίνοντας τη γερμανική προσέγγιση ως ” επιδείνωση του προβλήματος”. Όπως αναφέρει, ναι μεν έχουν ευθύνες και οι ελληνικές αρχές, όμως η μεγαλύτερη ανακούφιση θα μπορούσε να έρθει μόνο από τη Γερμανία.