Οι 100 μεγαλύτερες εξοπλιστικές εταιρείες πούλησαν όπλα και οπλικά συστήματα αξίας 374,8 δις
Ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου όπλων και των στρατιωτικών υπηρεσιών αυξήθηκε το 2016 κατά 1,9% σε σχέση με το 2015 -για πρώτη φορά μέσα στα τελευταία 5 χρόνια καταγράφεται ένα τέτοιο ποσοστό- και κατά 38% σε σχέση με πριν από 15 χρόνια.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει το σουηδικό Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη SIPRI στη φετινή ετήσια έκθεσή του, όπως γράφει η Deutsche Welle. Συνολικά οι 100 μεγαλύτερες εξοπλιστικές εταιρείες διεθνώς πούλησαν πέρυσι όπλα και οπλικά συστήματα αξίας 374,8 δις δολαρίων.
Την πρώτη θέση καταλαμβάνουν πάλι τα αμερικανικά μεγαθήρια στο τομέα των όπλων, τα οποία μέσα την περασμένη χρονιά αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά 4%. Ο λόγος της αύξησης αυτής αποδίδεται στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αμερικανών στο εξωτερικό, αλλά και στις αγορές μεγάλης κλίμακας αμερικανικών οπλικών συστημάτων από άλλες χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Lockheed Martin, που είναι ο μεγαλύτερος στο κόσμο προμηθευτής όπλων, ο οποίος πωλεί τα νέα στρατιωτικά τζετ F-35 σε χώρες όπως η Μ. Βρετανία, η Ιταλία ή η Νορβηγία.
Στην έκθεση του SIPRI γίνεται σαφές ότι τα περισσότερα όπλα που πωλούνται διεθνώς σε ποσοστό 57,9% προέρχονται από αμερικανικές εξοπλιστικές εταιρείες. Ο μεγαλύτερος «προμηθευτής» είναι οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. «Είναι δύσκολο να εξαρτήσει κανείς άμεσα τις μεγάλες αγορές όπλων με τους εν εξελίξει πολέμους» υποστηρίζει η Οντ Φλεράν, διευθύντρια του προγράμματος για τις οπλικές και αμυντικές δαπάνες του SIPRI. «Ωστόσο, υπάρχει κάποιος συσχετισμός. Παρατηρούμε ορισμένους τύπους όπλων που ζητούνται περισσότερο από άλλους. Η πρόληψη επίσης του κινδύνου και των εντάσεων στην Εγγύς Ανατολή για παράδειγμα ή στην ανατολική Ασία είναι μεγαλύτερη».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Νότια Κορέα. Το 2016 αυξήθηκαν οι αμυντικές δαπάνες της χώρας κατά 20,6%. Οι ηγέτες της χώρας αισθάνονται ιδιαίτερα μεγάλη απειλή από τη γειτονική Βόρεια Κορέα. Από την άλλη πλευρά οι συγγραφείς της έκθεσης SIPRI παρατήρησαν μείωση στις εισαγωγές όπλων για λόγους οικονομικούς. «Η μείωση των τιμών στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο έχει πλήξει σε τέτοιο βαθμό τα δημοσιονομικά περιθώρια ορισμένων χωρών στην Αφρική ή στη Ν. Αμερική, που αγοράζουν πλέον λιγότερα όπλα γιατί απλά δεν έχουν τα χρήματα» σημειώνει η Οντ Φλεράν.
Από τη φετινή έκθεση του SIPRI μπορεί να βγει σε κάθε περίπτωση ένα ασφαλές συμπέρασμα: ότι οι πόλεμοι ωθούν τις πωλήσεις όπλων στα ύψη. Ακόμη και οι επαπειλούμενοι πόλεμοι και οι κρίσεις οδηγούν πολλές χώρες στην αναγκαιότητα να διαθέτουν περισσότερα χρήματα για μοντέρνα εξοπλιστικά συστήματα. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι στη δεύτερη θέση μετά τις ΗΠΑ στις πωλήσεις όπλων έρχονται χώρες της δυτικής Ευρώπης, ακολουθούμενες από τη Ρωσία.