Τις αυξανόμενες εντάσεις που παρατηρούνται ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία καταγράφει και σχολιάζει ο γερμανικός Τύπος.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, σε εκτενή ανταπόκριση, που δημοσιεύεται σε αμφότερες τις εφημερίδες Frankfurter Rundschau και Badische Zeitung, γίνεται λόγος για «παιχνίδι με τη φωτιά στο Αιγαίο» και επισημαίνεται ότι «οι δύο νατοϊκοί εταίροι ερίζουν επί δεκαετίες για τα σύνορα και τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο». Όπως παρατηρεί το δημοσίευμα, «τώρα η αντιπαράθεση κλιμακώνεται μάλιστα σε περισσότερα από ένα μέτωπα». Ο γερμανός ανταποκριτής κάνει μεταξύ άλλων ειδική αναφορά στις καυστικές δηλώσεις του έλληνα υπουργού Άμυνας Πάνου Καμμένου, ο οποίος χαρακτήρισε «τρελό» τον τούρκο πρόεδρο Ερντογάν. «Ο Πάνος Καμμένος τα λέει έξω απ’ τα δόντια – ο δεξιός λαϊκιστής αρέσκεται στα ξεκάθαρα λόγια, ακόμη κι όταν μιλά για ξένους πολιτικούς όπως τον τούρκο πρόεδρο». Το δημοσίευμα εκτιμά ότι «οι προσβλητικοί χαρακτηρισμοί του προέδρου των ΑΝΕΛ (…) δείχνουν πάνω από όλα ένα πράγμα: Ότι οι σχέσεις των δύο ιστορικά εχθρικών μεταξύ τους νατοϊκών εταίρων κατευθύνονται προς ένα νέο ναδίρ».
Το δημοσίευμα σημειώνει ότι αφορμή για «επιθέσεις του Καμμένου» είναι η κράτηση των δύο ελλήνων στρατιωτικών επί πέντε εβδομάδες σε φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης. «Η ελπίδα ότι οι στρατιωτικοί ενδέχεται να αφεθούν ελεύθεροι πριν το ορθόδοξο Πάσχα, φαίνεται να καταρρέει», παρατηρεί ο ανταποκριτής και συνεχίζει: «Την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση καταβάλλει ανεπιτυχείς έως τώρα προσπάθειες για την απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών, η Τουρκία ζητά την έκδοση οκτώ τούρκων αξιωματικών, οι οποίοι διέφυγαν στην Ελλάδα κατά το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016 και ζήτησαν εκεί άσυλο. Ο Ερντογάν κατηγορεί τους Έλληνες ότι προστατεύουν ‘τρομοκράτες’».
Ο γερμανός δημοσιογράφος σχολιάζει ότι προς το παρόν η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση είναι λεκτική, επισημαίνει όμως ότι «διπλωμάτες της ΕΕ στην Αθήνα προειδοποιούν για τον κίνδυνο ενός ‘ανεπιθύμητου ατυχήματος’». Το δημοσίευμα υπενθυμίζει την κρίση των Ιμίων το 1996, τονίζοντας ότι η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν φθάσει τότε στα πρόθυρα του πολέμου. «Τώρα η αντιπαράθεση αναζωπυρώνεται εκ νέου», σχολιάζει ο ανταποκριτής, παραπέμποντας στο ναυτικό ατύχημα που προκάλεσε η Τουρκία στα μέσα Φεβρουαρίου στα Ίμια, αλλά και στον ισχυρισμό του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών ότι οι συγκεκριμένες βραχονησίδες ανήκουν στην Τουρκία. Όπως σημειώνει το δημοσίευμα, «η Τουρκία εγείρει αξιώσεις για τουλάχιστον 18 ακόμη ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Πίσω από αυτές τις εδαφικές διεκδικήσεις βρίσκονται χειροπιαστά ενεργειακά συμφέροντα: Στο Αιγαίο εκτιμάται ότι υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου», γράφει το δημοσίευμα, επισημαίνοντας ακόμη τον κίνδυνο όξυνσης εξαιτίας των τουρκικών παραβιάσεων του εναέριου χώρου και των εικονικών αερομαχιών με ελληνικά μαχητικά.
«Οι νέες εντάσεις ενδέχεται να προκαλέσουν νέο εξοπλιστικό ανταγωνισμό» ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα, επισημαίνει ο γερμανός ανταποκριτής, υπογραμμίζοντας την έγκριση δαπάνης 1,1 δισ. ευρώ με διαδικασίες fast track από την ελληνική βουλή για κάλυψη εξοπλιστικών αναγκών. «Ένας εξοπλιστικός ανταγωνισμός με την Τουρκία είναι πάντως το τελευταίο που χρειάζεται η Ελλάδα τώρα: Οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες θεωρούνται μια από τις αιτίες της κρίσης χρέους, από την οποία μόλις αρχίζει να συνέρχεται η χώρα», υπογραμμίζει το δημοσίευμα.
Ο γερμανικός Τύπος εξακολουθεί να αναλύει και να σχολιάζει το ζήτημα της σχεδιαζόμενης ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, εστιάζοντας στη στάση που θα τηρήσει ο νέος γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς. Η Süddeutsche Zeitung σημειώνει σε ρεπορτάζ της ότι «στη διαμάχη για το χρέος με την Αθήνα εντείνεται η πίεση προς τη γερμανική κυβέρνηση». Σύμφωνα με την εφημερίδα του Μονάχου, «οι εταίροι στην ευρωζώνη πιέζουν προκειμένου ο Όλαφ Σολτς, ει δυνατόν, να πάρει θέση εντός του τρέχοντος μήνα για το πώς βλέπει το Βερολίνο τη συνέχεια για την Αθήνα μετά το τέλος του δανειακού προγράμματος». Η εφημερίδα επισημαίνει ότι το βασικό ερώτημα είναι «εάν θα δοθούν πρόσθετες ελαφρύνσεις χρέους στην Ελλάδα –και αν ναι, τι εύρος θα έχουν αυτές». Υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ΕΕ που δεν κατονομάζεται ξεκαθαρίζει πάντως στην ελληνική κυβέρνηση ότι «όποιος θέλει ελαφρύνσεις χρέους που εκτείνονται σε δεκαετίες μετά τη λήξη του προγράμματος, πρέπει να ανεχθεί αυστηρότερο έλεγχο». Στόχος των Βρυξελλών είναι η επίτευξη πολιτικής συμφωνίας για το χρέος τον Ιούνιο, αναφέρει η SZ, παρατηρώντας ότι «τα μηνύματα από το Βερολίνο σε ό,τι αφορά την Ελλάδα είναι μέχρι στιγμής ασαφή».
Σε σχόλιό της για το ίδιο θέμα, η εφημερίδα του Μονάχου τονίζει ότι «ο Σολτς πρέπει να αποφασίσει» τι στάση θέλει να τηρήσει έναντι της Αθήνας μετά τη λήξη του προγράμματος. «Η Αθήνα πρόκειται να αποδεσμευθεί και να αποκτήσει ελευθερία. Ανοιχτό είναι βεβαίως το ερώτημα πόσο μεγάλη επιτρέπεται να είναι αυτή η ελευθερία προκειμένου, πρώτον, να μην ξεσπάσει εκ νέου η κρίση που έχει κατευναστεί και, δεύτερον, οι φορολογούμενοι στις χώρες των δανειστών, ανάμεσά στις οποίες είναι και η Γερμανία, να πάρουν πίσω τα δανεικά χρήματα». Η εφημερίδα του Μονάχου υπογραμμίζει ότι το κριτήριο για το πόση μεταμνημονιακή ελευθερία θα πρέπει να έχει η Ελλάδα «δεν είναι το εθνικό συμφέρον (σ.σ. Ελλάδας ή Γερμανίας), αλλά το ευρωπαϊκό: η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει ελευθερία στον βαθμό που η ευρωζώνη παραμένει σταθερή και το ευρώ ασφαλές». Η SZ θεωρεί ότι «οι δανειστές πρέπει να κρατήσουν την Αθήνα υπό εποπτεία» και να επιβάλουν περιορισμούς μέχρι να διευθετηθεί η αποπληρωμή του χρέους.
Σε σχέση με το ελληνικό χρέος, η εφημερίδα του Μονάχου εκτιμά ότι ο Όλαφ Σολτς δεν μπορεί να αποφύγει μια «πικρή αλήθεια». Σύμφωνα με την SZ, «δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένει ότι η Αθήνα θα εξοφλήσει σε 60 χρόνια πάνω από 300 δισ. ευρώ. (Ο Σολτς) μπορεί να κάνει τώρα δύο πράγματα: να εγκρίνει με πραγματισμό μια ελάφρυνση χρέους (…) ή να παίξει με τον χρόνο, αρνούμενος μεγαλύτερες παραχωρήσεις. Το πρώτο θα ήταν κάτι καινούριο. Στη δεύτερη περίπτωση ο Σολτς θα συμπεριφερόταν όπως ο Σόιμπλε».