Η Ελληνική Τράπεζα εκτιμά ότι το 2018 η κυπριακή οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 4,2%. Η ανάπτυξη αναμένεται ότι θα υποστηριχθεί κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και από τη συνεχή βελτίωση στην αγορά εργασίας. Η ανεργία αναμένεται να μειωθεί στο 9,2% το 2018, ενώ ο πληθωρισμός να παραμείνει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, γύρω στο 0,5%.
Όπως επισημαίνει στην ανάλυσή της, η Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών της Τράπεζας, η φάση ανάκαμψης της οικονομίας έχει ολοκληρωθεί και εισέρχεται στη φάση ανάπτυξής της. Σε όρους απόλυτων μεγεθών, η αξία της εγχώριας παραγωγής τελικών αγαθών και υπηρεσιών σε σταθερές τιμές, δηλαδή το πραγματικό ΑΕΠ, διαμορφώθηκε στα €16,6 δισ. το 2017 ανακτώντας το επίπεδο που είχε πριν την κρίση. Το ονομαστικό ΑΕΠ, δηλαδή η αξία της εγχώριας παραγωγής τελικών αγαθών και υπηρεσιών σε τρέχουσες τιμές, ανήλθε στα €19,2 δις το 2017 από €18,2 δις το προηγούμενο έτους.
Η Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών σημειώνει ότι το ενθαρρυντικό στοιχείο σχετικά με τη νέα φάση ανάπτυξης της οικονομίας, που βοηθάει στην αποφυγή της δημιουργίας ενός νέου φαύλου κύκλου, είναι ότι η πρόσφατη επίδοση της οικονομίας δεν είναι αποτέλεσμα της συνεισφοράς της κυβέρνησης μέσω του δημοσίου τομέα και επομένως του πολλαπλασιαστικού ρόλου που έχει, ούτε της αλόγιστης και μη-βιώσιμης πιστωτικής επέκτασης που χρηματοδοτούσε την κατανάλωση κατά την περίοδο πριν από την κρίση.
Στην Οικονομική της Επισκόπηση για το πρώτο τρίμηνο του έτους, η Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών αναφέρει ότι, ενώ η κατανάλωση συνέχισε να αποτελεί βασικό παράγοντα της ανάκαμψης, η ζήτηση για επενδύσεις έχει ανακάμψει επίσης, κυρίως για μεγάλα κατασκευαστικά έργα και έργα υποδομής. Ο κύριος παράγοντας της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης ήταν η άνοδος του εισοδήματος από την εργασία, η οποία προήλθε από την αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων, παρά των υψηλότερων μισθών. Όπως αναφέρεται στο δελτίο, η ιδιωτική κατανάλωση υποστηρίχθηκε επίσης από τον ακμάζοντα τουριστικό τομέα, ο οποίος έχει άμεση θετική επίδραση στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας.
Η Υπηρεσία υπογραμμίζει ότι τα δημόσια οικονομικά σταθεροποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με στόχο την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Επίσης, σημειώνεται ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος για την αναδιάρθρωση και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου. Η Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών της Τράπεζας παρατηρεί πως, παρά τα αποφασιστικά βήματα και την ταχεία πρόοδο σε ολόκληρο τον τραπεζικό τομέα, το ποσοστό των ΜΕΧ εξακολουθεί να παραμένει υψηλό.
Αφενός, οι τράπεζες συνεχίζουν να επικεντρώνονται στην αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων των ΜΕΧ χρησιμοποιώντας μία εργαλειοθήκη βιώσιμων λύσεων, όπως οι εθελοντικές ανταλλαγές χορηγήσεων με περιουσιακά στοιχεία, μειώσεις υπολοίπων, παρατάσεις αποπληρωμής, μειώσεις δόσεων, περίοδοι χάριτος κλπ. Αφ’ ετέρου, οι αναποτελεσματικότητες του δικαστικού συστήματος και η ανεπαρκής έγκαιρη επιβολή των δικαστικών αποφάσεων, υπονομεύουν τη λειτουργία των νέων νομικών πλαισίων εκποιήσεων και αφερεγγυότητας, επιτρέποντας στους στρατηγικούς κακοπληρωτές και μη συνεργάσιμους δανειολήπτες να ενεργούν εις βάρος του συστήματος.
Η Υπηρεσία υπογραμμίζει ότι οι στρατηγικοί κακοπληρωτές είναι κοινωνικά ανεύθυνοι, επιφέροντας ένα βαρύ κόστος στην οικονομία και παρατείνοντας τα τρωτά σημεία του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των πιο πάνω θεσμικών αδυναμιών και η θέσπιση πρόσθετων νομοθεσιών όπως το νομοσχέδιο τιτλοποίησης δανείων θα διευκολύνει τις προσπάθειες των τραπεζών για την επίλυση των ΜΕΧ.
Όπως προκύπτει από τις επισημάνσεις της Υπηρεσίας, η καλύτερη των προσδοκιών επίδοση της οικονομίας δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό και εξασθένιση των προσπαθειών για την περαιτέρω μεταρρύθμισή της. H υλοποίηση σημαντικών δομικών μεταρρυθμίσεων σηματοδοτεί την αύξηση της αποτελεσματικότητας, της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας. Σημαντικές μεταρρυθμίσεις που εξακολουθούν να εκκρεμούν αφορούν στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, στη δημόσια διοίκηση, στην τοπική αυτοδιοίκηση και στον τομέα της υγείας.
Επίσης, θα πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για τη βελτίωση και τη διεύρυνση των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών της Κύπρου (ηλεκτρονική διακυβέρνηση) συμπεριλαμβανομένων και των ηλεκτρονικών πληρωμών, που με τη σειρά τους θα συμβάλουν στην οικοδόμηση μιας πιο βιώσιμης οικονομίας. Η εκτεταμένη χρήση των ηλεκτρονικών πληρωμών ενισχύει τη διαφάνεια στην οικονομία και συμβάλλει στη συγκράτηση της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, καθώς οι ηλεκτρονικές πληρωμές εντοπίζονται ευκολότερα.
Η Υπηρεσία τονίζει ότι είναι σημαντικό να χρησιμοποιηθεί η τρέχουσα δυναμική της ανάπτυξης για την υλοποίηση των προαναφερθεισών μεταρρυθμίσεων. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις είναι αποτελεσματικότερες και ευκολότερες να εφαρμοσθούν όταν οι οικονομίες αναπτύσσονται. Το κόστος των μεταρρυθμίσεων μπορεί να έχει αρνητικό αντίχτυπο στις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της κυπριακής οικονομίας, αλλά αποτελεί μονόδρομο για να εισέλθει η Κύπρος σε τροχιά μακροχρόνιας συνετής ανάπτυξης.
Όπως προκύπτει από τις επισημάνσεις της Υπηρεσίας, παρά τα σημαντικά βήματα που γίνονται προς την κατεύθυνση αποκατάστασης του θετικού οικονομικού κλίματος, κάποιος βαθμός αβεβαιότητας παραμένει καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν θέματα που χρειάζονται άμεσης επίλυσης, όπως ο υψηλός δείκτης των ΜΕΧ, η υψηλή ανεργία, το ψηλό ποσοστό του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, που συνολικά καθιστά την Κύπρο ευάλωτη σε αρνητικές εξελίξεις και καθυστερήσεις στην προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Τα ψηλά επίπεδα ιδιωτικού δανεισμού που έχουν οδηγήσει σε απομόχλευση αλλά και τα αυξημένα επίπεδα ΜΕΧ, συνεχίζουν να ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τη σταθερότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και τις οικονομικές προοπτικές. Το βελτιωμένο μακροοικονομικό περιβάλλον αναμένεται να στηρίξει περαιτέρω τις προσπάθειες των τραπεζών για την αντιμετώπιση του υψηλού επιπέδου των ΜΕΧ. Ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας και εκποιήσεων θα αποτελέσει σημαντικό εργαλείο προς την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.
Όσον αφορά στις εξωτερικές προκλήσεις, η Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών επισημαίνει ότι, αυτές σχετίζονται με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τους αναμενόμενους στο Ηνωμένο Βασίλειο, την αβεβαιότητα που σχετίζεται με το Brexit και την υποτίμηση της στερλίνας, συμπεριλαμβανομένων και των εξελίξεων στη Ρωσία (κυρώσεις) και της υποτίμησης της ισοτιμίας ρούβλι/ευρώ.
Επίσης, η επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και Ανατολικής Μεσογείου, ενδεχομένως να προκαλέσουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομική εμπιστοσύνη, στον τουρισμό και κατ’ επέκταση στη συνολική οικονομική δραστηριότητα. Από την άλλη, οι γεωπολιτικές εντάσεις στις γειτονικές χώρες καθιστούν την Κύπρο ασφαλέστερο τουριστικό προορισμό και θα μπορούσαν επομένως να αντισταθμίσουν, σε σημαντικό βαθμό, την πιθανή μείωση του τουριστικού ρεύματος από το Ηνωμένο Βασίλειο. Επίσης, οι εξελίξεις που αφορούν την επίλυση του κυπριακού προβλήματος και τα θέματα φυσικού αερίου παρακολουθούνται στενά για την καλύτερη δυνατή αξιολόγηση των προοπτικών και κινδύνων που δημιουργούνται.