Για τον Τομά Πικετί, η Μέρκελ και ο Μακρόν «είναι θύματα της ίδιας τύφλωσης: θεωρούν πως οι δύο χώρες τους δεν τα καταφέρνουν άσχημα και δεν ευθύνονται σε τίποτε για τις παλινωδίες της Νότιας Ευρώπης». Και έτσι «κινδυνεύουν να τα τινάξουν όλα στον αέρα. Αφού το 2015 ταπείνωσαν την Ελλάδα, η ‘ακροαριστερή’ κυβέρνηση της οποίας ίσως δεν ήταν τέλεια, είχε όμως το προσόν να προωθεί τις αξίες της αλληλεγγύης προς τους πιο φτωχούς και τους μετανάστες, βρίσκονται το 2018 με την ακροδεξιά στην εξουσία στην Ιταλία, με μια κυβέρνηση που το μόνο που την ενώνει είναι το κυνήγι των ξένων».
«Την ώρα που η πολιτική κρίση επιδεινώνεται στην Ιταλία και στην Ισπανία, η Γαλλία και η Γερμανία εξακολουθούν να φαίνονται ανίκανες να διατυπώσουν συγκεκριμένες και φιλόδοξες προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της Ευρώπης. Θα αρκούσε ωστόσο, για να ξεμπλοκάρει η κατάσταση, αυτές οι τέσσερις χώρες, που από μόνες τους αποτελούν τα τρία τέταρτα του ΑΕΠ και του πληθυσμού της ευρωζώνης, να συμφωνήσουν σε μια κοινή βάση», γράφει ο Τομά Πικετί σε άρθρο του στην εφημερίδα Le Monde και επιχειρεί να εξηγήσει γιατί υπάρχει τέτοια αδράνεια και γιατί είναι τόσο σοβαρή.
Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, ο γάλλος οικονομολόγος που έχει αποκληθεί ροκ σταρ της οικονομικής επιστήμης υπογραμμίζει ότι στη Γαλλία η θεωρία της μόδας είναι πως όλα οφείλονται στα λάθη των άλλων, αφού ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει κάνει θαυμάσιες προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Όμως αυτές οι περίφημες γαλλικές προτάσεις είναι τόσο αόριστες ώστε ουσιαστικά δεν υφίστανται, τονίζει στο άρθρο του ο Πικετί, αφού ουδείς μπορεί να εξηγήσει με ποιους κοινούς φόρους θα τροφοδοτηθεί ο προτεινόμενος κοινός προϋπολογισμός, ποια θα είναι η σύνθεση της προτεινόμενης Συνέλευσης της ευρωζώνης, ποιος θα ασκεί αυτή τη νέα δημοσιονομική κυριαρχία κλπ. Επιπλέον δεν περιέχουν τίποτε για τον απαραίτητο εκδημοκρατισμό της ευρωζώνης, και «εκφράζουν αρκετά ξεκάθαρα ένα υπερσυντηρητικό όραμα, πρόκειται για την εφαρμογή του μοντέλου του ΔΝΤ στην κυβέρνηση της Ευρώπης, δηλαδή μια κυβέρνηση κεκλεισμένων των θυρών την οποία θα πιλοτάρουν οι υπουργοί Οικονομικών και η τεχνοκρατική δομή».
Για τον γάλλο οικονομολόγο, το πρόβλημα είναι ότι μεγάλο μέρος των γερμανών και των βορειοευρωπαίων ηγετών λένε εδώ και χρόνια στους ψηφοφόρους τους πως όλες οι δυσκολίες της Ευρώπης οφείλονται στους τεμπέληδες το Νότου που θέλουν τα χρήματά τους (των χωρών του Βορρά) και πως θα αρκούσε να δούλευαν και να εξήγαν, όπως οι Γερμανοί ή οι Ολλανδοί, και όλα θα τακτοποιούνταν. Ο λόγος αυτός είναι παραληρηματικός, όμως αυτό το φάντασμα της ένωσης των μεταβιβάσεων κεφαλαίων (Transferunion στα γερμανικά) εμποδίζει σήμερα κάθε άλλη σκέψη, σημειώνει ο Πικετί. Σύμφωνα με τον ίδιο, για να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο πρέπει ο μελλοντικός προϋπολογισμός της ευρωζώνης, που θα τροφοδοτείται από κοινούς φόρους επί των κερδών των εταιρειών και των υψηλότερων εισοδημάτων και περιουσιών και θα είναι ψηφισμένος από μια αληθινή δημοκρατική Συνέλευση, να ωφελεί κάθε χώρα ανάλογα με τη δημοσιονομική συμβολή της (με τις καθαρές μεταβιβάσεις να περιορίζονται στο 0,1% ή το 0,5% του ΑΕΠ). Αυτή η στενά εθνική οπτική της αλληλεγγύης δεν είναι ικανοποιητική, όμως δεν είναι αυτό το σημαντικό: ο στόχος είναι κυρίως να επιτραπεί σε μια ευρωπαϊκή δημόσια δύναμη να φορολογήσει τους πιο ισχυρούς οικονομικούς παίκτες τουλάχιστον όσο και τους πιο αδύναμους, ώστε να επενδύσει στο μέλλον και να μειώσει τις ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών. «Ας συζητήσουμε επιτέλους για την Ευρώπη και ας προχωρήσουμε!», καταλήγει ο γάλλος οικονομολόγος.